κύλισμα: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(6_22) |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kylisma | |Transliteration C=kylisma | ||
|Beta Code=ku/lisma | |Beta Code=ku/lisma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[roll]], Sm.''Ez.''10.13, ''Hippiatr.''79, 117; <b class="b3">κ. κανθάρου</b>, ball of dung rolled by a beetle, ''PMag.Berol.''1.223.<br><span class="bld">II</span> = [[κυλίστρα]], ''Hippiatr.''8; [[varia lectio|v.l.]] for [[κυλισμός]], ''2 Ep.Pet.''2.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1529.png Seite 1529]] τό, das Gewälzte, Sp.; auch = [[κυλίστρα]], N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1529.png Seite 1529]] τό, das Gewälzte, Sp.; auch = [[κυλίστρα]], [[NT|N.T.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[action de se rouler]];<br /><b>2</b> lieu où les animaux se vautrent (dans la fange).<br />'''Étymologie:''' [[κυλίνδω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύλισμα:''' ατος τό, [[varia lectio|v.l.]] κῠλισμός ὁ место, где валяются свиньи, т. е. грязь NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύλισμα''': τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ [[κύλισις]], Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] κυλίεταί τις, ὡς τὸ [[κυλίστρα]], Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22. | |lstext='''κύλισμα''': τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ [[κύλισις]], Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] κυλίεταί τις, ὡς τὸ [[κυλίστρα]], Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[pelota]] | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[κυλιόω]]; a [[wallow]] (the [[effect]] of [[rolling]]), i.e. [[filth]]: wallowing. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[κυλισμός]]) κυλισμου, ὁ, equivalent to κυλισις, a [[rolling]], wallowing (Hippiatr., p. 204,4; (cf. Theod.)): εἰς κυλισμμον βορβόρου, to a [[rolling]] of itself in [[mud]] (to wallowing in the [[mire]]), T Tr [[text]] WH. See the [[preceding]] [[word]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κύλισμα]]) [[κυλίνδω]]<br />το να κυλιέται [[κάποιος]] σε μια [[επιφάνεια]], [[κύλιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «διαστολικό [[κύλισμα]]» — [[φύσημα]] με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό [[εύρημα]] επί στενώσεως της μιτροειδούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πέρασμα]] του χρόνου<br /><b>2.</b> [[αλλαγή]], [[στροφή]], [[αστάθεια]] της τύχης<br /><b>3.</b> (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα [[σημεία]] του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[μέρος]] όπου κυλιέται [[κάποιος]], [[κυλίστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βώλος]] που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την [[κοπριά]] τών ζώων. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κύλισμα:''' -ατος, τό, [[κύλισμα]], [[κύλισμα]] στη [[λάσπη]], [[τόπος]] κυλίσματος, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κύλισμα]], ατος, τό,<br />a [[rolling]], wallowing, or a wallowing [[place]], NTest. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':kÚlisma 去利士馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':滾(果效) 相當於: ([[גַּלְגַּל]]‎)<br />'''字義溯源''':翻滾,打滾的地方,打輥,輥;源自([[κυλίω]])=轉,打滾);而 ([[κυλίω]])出自([[κῦμα]])=巨浪),而 ([[κῦμα]])又出自([[κυρόω]])X*=彎,大浪)<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 打輥(1) 彼後2:22 | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[pelota]] de un escarabajo λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κ. κανθάρου ... λειοτριβήσας πάντα χρῖε ὅλον τὸ σωμάτιόν σου <b class="b3">toma grasa o el ojo de un búho y la pelota de un escarabajo, mézclalo todo y unge todo tu cuerpo</b> P I 223 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 23 November 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A roll, Sm.Ez.10.13, Hippiatr.79, 117; κ. κανθάρου, ball of dung rolled by a beetle, PMag.Berol.1.223.
II = κυλίστρα, Hippiatr.8; v.l. for κυλισμός, 2 Ep.Pet.2.22.
German (Pape)
[Seite 1529] τό, das Gewälzte, Sp.; auch = κυλίστρα, N.T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action de se rouler;
2 lieu où les animaux se vautrent (dans la fange).
Étymologie: κυλίνδω.
Russian (Dvoretsky)
κύλισμα: ατος τό, v.l. κῠλισμός ὁ место, где валяются свиньи, т. е. грязь NT.
Greek (Liddell-Scott)
κύλισμα: τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ κύλισις, Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ μέρος ἔνθα κυλίεταί τις, ὡς τὸ κυλίστρα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22.
Spanish
English (Strong)
from κυλιόω; a wallow (the effect of rolling), i.e. filth: wallowing.
English (Thayer)
(κυλισμός) κυλισμου, ὁ, equivalent to κυλισις, a rolling, wallowing (Hippiatr., p. 204,4; (cf. Theod.)): εἰς κυλισμμον βορβόρου, to a rolling of itself in mud (to wallowing in the mire), T Tr text WH. See the preceding word.
Greek Monolingual
το (AM κύλισμα) κυλίνδω
το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» — φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως της μιτροειδούς
νεοελλ.-μσν.
1. πέρασμα του χρόνου
2. αλλαγή, στροφή, αστάθεια της τύχης
3. (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα σημεία του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
το μέρος όπου κυλιέται κάποιος, κυλίστρα
αρχ.
ο βώλος που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την κοπριά τών ζώων.
Greek Monotonic
κύλισμα: -ατος, τό, κύλισμα, κύλισμα στη λάσπη, τόπος κυλίσματος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
κύλισμα, ατος, τό,
a rolling, wallowing, or a wallowing place, NTest.
Chinese
原文音譯:kÚlisma 去利士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:滾(果效) 相當於: (גַּלְגַּל)
字義溯源:翻滾,打滾的地方,打輥,輥;源自(κυλίω)=轉,打滾);而 (κυλίω)出自(κῦμα)=巨浪),而 (κῦμα)又出自(κυρόω)X*=彎,大浪)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 打輥(1) 彼後2:22
Léxico de magia
τό pelota de un escarabajo λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κ. κανθάρου ... λειοτριβήσας πάντα χρῖε ὅλον τὸ σωμάτιόν σου toma grasa o el ojo de un búho y la pelota de un escarabajo, mézclalo todo y unge todo tu cuerpo P I 223