εὖρος: Difference between revisions

From LSJ

οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyros
|Transliteration C=eyros
|Beta Code=eu)=ros
|Beta Code=eu)=ros
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">breadth, width</b>, mostly abs., <b class="b3">εὖρος</b> <b class="b2">in breadth</b>, opp. <b class="b3">μῆκος</b> or <b class="b3">ὕψος</b>, <span class="bibl">Od.11.312</span>, <span class="bibl">Hdt.1.93</span>,<span class="bibl">178</span>, al.; ποταμὸς εὖρος πλέθρου <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.4.4</span> (<b class="b3">τὰ εὖρος πλέθρου</b> ib.<span class="bibl">1.4.9</span>); εἰς εὖρος <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>390</span>; ἐν εὔρει <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>763</span> (lyr.).</span>
|Definition=εος, τό, [[breadth]], [[width]], mostly abs., [[εὖρος]] [[in breadth]], opp. [[μῆκος]] or [[ὕψος]], Od.11.312, [[Herodotus|Hdt.]]1.93,178, al.; ποταμὸς εὖρος πλέθρου X.An.1.4.4 (τὰ εὖρος πλέθρου ib.1.4.9); εἰς εὖρος E.Cyc.390; ἐν εὔρει A.Th.763 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />largeur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐρύς]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />[[largeur]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐρύς]].
}}
{{Autenrieth
|auten=εος ([[εὐρύς]]): [[breadth]], [[width]], Od. 11.312†.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[εὖρος]])<br />ο [[νοτιοανατολικός]] [[άνεμος]], ο [[σιρόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εὗσ</i>-<i>ρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εὕω</i> «[[αποξηραίνω]]»). Η [[ψίλωση]] της λ. [[εύρος]] πιθ. αναλογικώς [[προς]] τη λ. [[αύρα]]].<br /><b>(II)</b><br />το (ΑΜ [[εὖρος]], -ους)<br />η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τών πλευρών ενός σώματος ή σχήματος, το [[πλάτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> η [[απόσταση]] δύο ορίων [[μεταξύ]] τών οποίων περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> το [[συμπλήρωμα]] του αζιμουθίου ενός αστέρα [[κατά]] την [[ανατολή]] ή τη [[δύση]] του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (στη [[γεωμετρία]]) «[[εύρος]] τόξου» — η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τών δύο [[άκρων]] του τόξου<br />β) <b>αστρον.</b> «[[εύρος]] αστέρος» — το [[συμπλήρωμα]] του αζιμουθίου»<br /><b>αρχ.</b><br />«[[εὖρος]]» και «ἐν εὔρει» και «εἰς [[εὖρος]]» — [[κατά]] [[πλάτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ευρύς]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὖρος:''' τό, [[πλάτος]], [[φάρδος]], απόλ., [[εὖρος]], κατά [[πλάτος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, τὸ [[εὖρος]], σε Ξεν.· εἰς [[εὖρος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὖρος:''' <br /><b class="num">I</b> εος τό ширина, широта Hom.: (τὸ) εὖ. Xen., εἰς εὖ. Eur. или ἐν εὔρει Aesch. в ширину.<br /><b class="num">II</b> ὁ эвр, восточно-юго-восточный ветер Hom., Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[breadth]], [[width]], absol., [[εὖρος]] in [[breadth]], Od., Hdt., etc.; so, τὸ [[εὖρος]] Xen.; εἰς [[εὖρος]] Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[breadth]], [[width]]
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὖρος Medium diacritics: εὖρος Low diacritics: εύρος Capitals: ΕΥΡΟΣ
Transliteration A: eûros Transliteration B: euros Transliteration C: eyros Beta Code: eu)=ros

English (LSJ)

εος, τό, breadth, width, mostly abs., εὖρος in breadth, opp. μῆκος or ὕψος, Od.11.312, Hdt.1.93,178, al.; ποταμὸς εὖρος πλέθρου X.An.1.4.4 (τὰ εὖρος πλέθρου ib.1.4.9); εἰς εὖρος E.Cyc.390; ἐν εὔρει A.Th.763 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1094] τό, die Breite, Od. 11, 311; Aesch. Spt. 263; in Prosa, gew. bei Maaßbestimmungen absolut, τάφρος τὸ μὲν εὖρος ὀργυιαὶ πέντε Xen. An. 1, 7, 14; τεῖχος τὸ εὖρος πεντήκοντα ποδῶν 3, 4, 11; ποταμὸς ὢν τὸ εὖρος πλέθρου 1, 4, 9; ὁ τοῖχος ἦν ἐπὶ ὀκτὼ πλίνθων τὸ εὖρος 7, 8, 14; oft auch ohne Artikel, ποταμὸς εὖρος πλέθρου 1, 4, 4; εἰς εὖρος τριῶν πήχεων Eur. Cycl. 389. ὁ (wahrscheinlich von ἠώς, ἕως, Morgenwind, im Ggstze zum ζέφυρος, von ζόφος, nach Andern von αὔρα, vgl. Butim. Lexil. Ip. 120), der Ost-, oder genauer Südostwind, lat. Eurus, Volturnus, Il. 2, 145 u. Folgde. Nach Arist. mund. 4 εὖροι οἱ ἀπὸ ἀνατολῆς συνεχεῖς πνέοντες ἄνεμοι, u. nachher genauer ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς χειμερινὰς ἀνατολὰς τόπου; daher Meteorl. 2, 6 γειτνιῶν τῷ νότῳ. Vgl noch ἀπηλιώτης u. καικίας.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
largeur.
Étymologie: cf. εὐρύς.

English (Autenrieth)

εος (εὐρύς): breadth, width, Od. 11.312†.

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ εὖρος)
ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο σιρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εὗσ-ρος (< εὕω «αποξηραίνω»). Η ψίλωση της λ. εύρος πιθ. αναλογικώς προς τη λ. αύρα].
(II)
το (ΑΜ εὖρος, -ους)
η απόσταση μεταξύ τών πλευρών ενός σώματος ή σχήματος, το πλάτος
νεοελλ.
1. μαθ. η απόσταση δύο ορίων μεταξύ τών οποίων περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας
2. αστρον. το συμπλήρωμα του αζιμουθίου ενός αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του
3. φρ. α) (στη γεωμετρία) «εύρος τόξου» — η απόσταση μεταξύ τών δύο άκρων του τόξου
β) αστρον. «εύρος αστέρος» — το συμπλήρωμα του αζιμουθίου»
αρχ.
«εὖρος» και «ἐν εὔρει» και «εἰς εὖρος» — κατά πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευρύς].

Greek Monotonic

εὖρος: τό, πλάτος, φάρδος, απόλ., εὖρος, κατά πλάτος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, τὸ εὖρος, σε Ξεν.· εἰς εὖρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὖρος:
I εος τό ширина, широта Hom.: (τὸ) εὖ. Xen., εἰς εὖ. Eur. или ἐν εὔρει Aesch. в ширину.
II ὁ эвр, восточно-юго-восточный ветер Hom., Arst.

Middle Liddell

breadth, width, absol., εὖρος in breadth, Od., Hdt., etc.; so, τὸ εὖρος Xen.; εἰς εὖρος Eur.

English (Woodhouse)

breadth, width

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)