μηλολόνθη: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(Bailly1_3) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=milolonthi | |Transliteration C=milolonthi | ||
|Beta Code=mhlolo/nqh | |Beta Code=mhlolo/nqh | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[cockchafer]], Ar.''Nu.''764, Artem.2.22; ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερά [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''490a15,532a23; <b class="b3">τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ</b> ib.531b25: μηλολάνθη, Poll.9.122,124:—Dim. [[μηλολόνθιον]], τό, Sch.Ar.''V.''1332. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, der Goldkäfer, Arist. H. A. 1, 5; aus Ar. Nubb. 753, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' εἰς τὸν ἀέρα λινόδετον | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, der Goldkäfer, Arist. H. A. 1, 5; aus Ar. Nubb. 753, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' εἰς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, geht hervor, daß er den Knaben wie bei uns der Maikäfer zum Spiele diente; VLL. – Bei Suid. auch eine Blume. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />hanneton, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μῆλον]] ὀλόνθιον « mouton de figue ». | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηλολόνθη:''' ἡ [[золотой жук]] (Melolontha [[aurata]] L, разновидность хруща) Arph., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλολόνθη''': ἡ, ζῳΰφιον χρυσίζον κανθάρῳ ὅμοιον, [[χρυσοκάνθαρος]], κοινῶς «βίσβιζας», Melolonthus aurata, λινόδετον [[ὥσπερ]] μηλολόνθην τοῦ ποδὸς (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ [[παιδία]] δένοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ κλωστῆς καὶ ἀφίνοντες νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ βομβῇ) Ἀριστοφ. Νεφ. 763· ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12· τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ [[αὐτόθι]] 4. 7, 1· [[μηλολάνθη]] παρὰ | |lstext='''μηλολόνθη''': ἡ, ζῳΰφιον χρυσίζον κανθάρῳ ὅμοιον, [[χρυσοκάνθαρος]], κοινῶς «βίσβιζας», Melolonthus aurata, λινόδετον [[ὥσπερ]] μηλολόνθην τοῦ ποδὸς (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ [[παιδία]] δένοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ κλωστῆς καὶ ἀφίνοντες νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ βομβῇ) Ἀριστοφ. Νεφ. 763· ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12· τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ [[αὐτόθι]] 4. 7, 1· [[μηλολάνθη]] παρὰ Πολυδ. Θ΄, 122, 124, 125· - ὑποκορ. μηλολόνθιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1332. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[μηλολόνθη]], Α και [[μηλολάνθη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων της οικογένειας scarabeidae, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη [[βαριά]] [[πτήση]] τους και από τις σοβαρότατες ζημιές που προκαλεί η [[προνύμφη]] τους, κν. γνωστή ως [[λευκός]] [[σκώληκας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ζωύφιο]] που χρυσίζει και μοιάζει με [[σκαθάρι]], ο [[χρυσοκάνθαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[ὄλονθος]] «ώριμο [[σύκο]]», δηλ. «[[πρόβατο]] του σύκου», εξαιτίας της συνήθειας του εντόμου να τρέφεται παρασιτικά με τα σύκα ή τα [[άνθη]] της συκιάς (σύνθ. του τύπου <i>ιππο</i>-[[πόταμος]] «[[ποταμήσιος]] [[ίππος]]»). Ο τ. [[μηλολάνθη]] κατ' [[επίδραση]] της λέξης [[ἄνθος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηλολόνθη:''' ἡ, [[σκαραβαίος]], [[χρυσοκάνθαρος]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{etym | ||
| | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[beetle]], [[gold-beetle]], [[dung-beetle]] (Ar. [[Νυ]]. 764, Arist.).<br />Other forms: also [[μηλολάνθη]] (Poll.), [[μηλάνθη]] (Herod.)<br />Compounds: <b class="b3">χρυσο-μηλολόνθιον</b> (Ar. V. 1341)<br />Derivatives: [[μηλολόνθιον]] (sch. Ar. V. 1332)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: <b class="b3">μῆλον ὀλόνθιον</b>, prop. "fig-sheep", from [[μῆλον]] and [[ὄλονθος]] [[wild fig]], because many beetles are parasitic of figs and other plants; formation like <b class="b3">ἱππο-πόταμος</b> (for <b class="b3">ἵππος ποτάμιος</b>). After [[ἄνθος]] folketymologically reshaped into [[μηλολάνθη]]; from there after [[οἰνάνθη]] a. o. [[μηλάνθη]].-- Strömberg Wortstudien 5 ff. with extensive treatment and several parallels from diverse languages. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μηλολόνθη]], ἡ,<br />the [[cockchafer]], Ar. [deriv. uncertain] | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''μηλολόνθη''': {mēlolónthē}<br />'''Forms''': auch [[μηλολάνθη]] (Poll.), [[μηλάνθη]] (Herod.).<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘Käfer, Gold-, Mistkäfer’ (Ar. Νυ. 764, Arist. u. a.)<br />'''Derivative''': mit [[μηλολόνθιον]] (Sch. Ar. ''V''. 1332), [[χρυσομηλολόνθιον]] (Ar. ''V''. 1341);<br />'''Etymology''': Aus [[μῆλον]] ὀλόνθιον, eig. "Feigenschaf", von [[μῆλον]] und [[ὄλονθος]] [[wilde Feige]], wegen der Gewohnheit vieler Käfer, an Feigen und anderen Pflanzen zu schmarotzen; Bildung wie [[ἱπποπόταμος]] (für [[ἵππος]] [[ποτάμιος]]). Nach [[ἄνθος]] volksetymologisch in [[μηλολάνθη]] umgebildet; daraus nach [[οἰνάνθη]] u. a. [[μηλάνθη]].— Strömberg Wortstudien 5 ff. mit ausführlicher Behandlung und zahlreichen Parallelen aus verschiedenen Sprachen.<br />'''Page''' 2,225-226 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:58, 24 November 2023
English (LSJ)
ἡ, cockchafer, Ar.Nu.764, Artem.2.22; ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερά Arist.HA490a15,532a23; τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ ib.531b25: μηλολάνθη, Poll.9.122,124:—Dim. μηλολόνθιον, τό, Sch.Ar.V.1332.
German (Pape)
[Seite 173] ἡ, der Goldkäfer, Arist. H. A. 1, 5; aus Ar. Nubb. 753, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' εἰς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, geht hervor, daß er den Knaben wie bei uns der Maikäfer zum Spiele diente; VLL. – Bei Suid. auch eine Blume.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
hanneton, insecte.
Étymologie: DELG μῆλον ὀλόνθιον « mouton de figue ».
Russian (Dvoretsky)
μηλολόνθη: ἡ золотой жук (Melolontha aurata L, разновидность хруща) Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μηλολόνθη: ἡ, ζῳΰφιον χρυσίζον κανθάρῳ ὅμοιον, χρυσοκάνθαρος, κοινῶς «βίσβιζας», Melolonthus aurata, λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδὸς (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ παιδία δένοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ κλωστῆς καὶ ἀφίνοντες νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ βομβῇ) Ἀριστοφ. Νεφ. 763· ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12· τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ αὐτόθι 4. 7, 1· μηλολάνθη παρὰ Πολυδ. Θ΄, 122, 124, 125· - ὑποκορ. μηλολόνθιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1332.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μηλολόνθη, Α και μηλολάνθη)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων της οικογένειας scarabeidae, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη βαριά πτήση τους και από τις σοβαρότατες ζημιές που προκαλεί η προνύμφη τους, κν. γνωστή ως λευκός σκώληκας
μσν.-αρχ.
ζωύφιο που χρυσίζει και μοιάζει με σκαθάρι, ο χρυσοκάνθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + ὄλονθος «ώριμο σύκο», δηλ. «πρόβατο του σύκου», εξαιτίας της συνήθειας του εντόμου να τρέφεται παρασιτικά με τα σύκα ή τα άνθη της συκιάς (σύνθ. του τύπου ιππο-πόταμος «ποταμήσιος ίππος»). Ο τ. μηλολάνθη κατ' επίδραση της λέξης ἄνθος.
Greek Monotonic
μηλολόνθη: ἡ, σκαραβαίος, χρυσοκάνθαρος, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: beetle, gold-beetle, dung-beetle (Ar. Νυ. 764, Arist.).
Other forms: also μηλολάνθη (Poll.), μηλάνθη (Herod.)
Compounds: χρυσο-μηλολόνθιον (Ar. V. 1341)
Derivatives: μηλολόνθιον (sch. Ar. V. 1332)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: μῆλον ὀλόνθιον, prop. "fig-sheep", from μῆλον and ὄλονθος wild fig, because many beetles are parasitic of figs and other plants; formation like ἱππο-πόταμος (for ἵππος ποτάμιος). After ἄνθος folketymologically reshaped into μηλολάνθη; from there after οἰνάνθη a. o. μηλάνθη.-- Strömberg Wortstudien 5 ff. with extensive treatment and several parallels from diverse languages.
Middle Liddell
μηλολόνθη, ἡ,
the cockchafer, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
μηλολόνθη: {mēlolónthē}
Forms: auch μηλολάνθη (Poll.), μηλάνθη (Herod.).
Grammar: f.
Meaning: ‘Käfer, Gold-, Mistkäfer’ (Ar. Νυ. 764, Arist. u. a.)
Derivative: mit μηλολόνθιον (Sch. Ar. V. 1332), χρυσομηλολόνθιον (Ar. V. 1341);
Etymology: Aus μῆλον ὀλόνθιον, eig. "Feigenschaf", von μῆλον und ὄλονθος wilde Feige, wegen der Gewohnheit vieler Käfer, an Feigen und anderen Pflanzen zu schmarotzen; Bildung wie ἱπποπόταμος (für ἵππος ποτάμιος). Nach ἄνθος volksetymologisch in μηλολάνθη umgebildet; daraus nach οἰνάνθη u. a. μηλάνθη.— Strömberg Wortstudien 5 ff. mit ausführlicher Behandlung und zahlreichen Parallelen aus verschiedenen Sprachen.
Page 2,225-226