καθυποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathypokrinomai
|Transliteration C=kathypokrinomai
|Beta Code=kaqupokri/nomai
|Beta Code=kaqupokri/nomai
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">subdue by histrionic arts</b>, <span class="bibl">D.19.337</span>; <b class="b3">κ. καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων</b> destroying <b class="b2">by bad acting</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. inf., <b class="b3">κ. εἶναι . .</b> <b class="b2">pretend</b> to be some one else, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>13.2</span>; κ. μειδιᾶν <span class="bibl">Ph. 2.280</span>: c. acc., <b class="b2">counterfeit</b>, <b class="b3">φιλίαν</b> ib.<span class="bibl">520</span>; τὴν σεμνότητα <span class="bibl">Him.<span class="title">Ecl.</span>3.2</span>.</span>
|Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[subdue by histrionic arts]], D.19.337; <b class="b3">κ. καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων</b> destroying [[by bad acting]], D.H.''Dem.''53.<br><span class="bld">II</span> c. inf., <b class="b3">κ. εἶναι</b>… [[pretend]] to be some one else, Luc.''DMar.''13.2; κ. μειδιᾶν Ph. 2.280: c. acc., [[counterfeit]], [[φιλίαν]] ib.520; τὴν σεμνότητα Him.''Ecl.''3.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] (s. [[κρίνω]]), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] (s. [[κρίνω]]), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[tromper par un art de comédien]];<br /><b>2</b> [[feindre]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑποκρίνομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθυποκρίνομαι &#91;[[κατά]], [[ὑποκρίνω]]] overdonderen (met toneelspel), met acc. doen alsof, met inf.: κ. Ἐνιπέα ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι zich voordoen als Enipeus in plaats van Poseidon Luc. 78.13.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠποκρίνομαι:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1</b> [[вводить в заблуждение]] (актерской) игрой, обманывать притворством (τινά Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[принимать вид]], [[прикидываться]]: καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. (Посидон) принимает вид Энипея.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυποκρίνομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υποτάσσω]] [[κάτι]] στη θέλησή μου με την υποκριτική [[τέχνη]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστρέφω]] [[κάτι]] με την [[υπόκριση]]<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] («[[καθυποκρίνομαι]] φιλίαν», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπο</i>-<i>κρίνομαι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθυποκρίνομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υποτάσσω]], «[[αιχμαλωτίζω]]» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «[[υποδουλώνω]] μέσα από την υποκριτική [[τέχνη]]» σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]] [[άλλος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυποκρίνομαι''': ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) [[ὑποτάσσω]] τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· [[καταστρέφω]] τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. [[καταυλέω]], [[κατορχέομαι]]. ΙΙ. [[καθυποκρίνομαι]] [[εἶναι]], ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι [[ἄλλος]] τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς [[εἶναι]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· [[ὡσαύτως]], [[καθυποκρίνομαι]] φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.
|lstext='''καθυποκρίνομαι''': ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) [[ὑποτάσσω]] τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· [[καταστρέφω]] τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. [[καταυλέω]], [[κατορχέομαι]]. ΙΙ. [[καθυποκρίνομαι]] [[εἶναι]], ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι [[ἄλλος]] τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς [[εἶναι]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· [[ὡσαύτως]], [[καθυποκρίνομαι]] φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=<b>1</b> tromper par un art de comédien;<br /><b>2</b> feindre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑποκρίνομαι]].
|mdlsjtxt=fut. -κρῐνοῦμαι<br />Dep.:<br /><b class="num">I.</b> to [[subdue]] by histrionic arts, Dem.<br /><b class="num">II.</b> c. inf. to [[pretend]] to be [[some]] one [[else]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυποκρίνομαι Medium diacritics: καθυποκρίνομαι Low diacritics: καθυποκρίνομαι Capitals: ΚΑΘΥΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: kathypokrínomai Transliteration B: kathypokrinomai Transliteration C: kathypokrinomai Beta Code: kaqupokri/nomai

English (LSJ)

[ῑ],
A subdue by histrionic arts, D.19.337; κ. καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων destroying by bad acting, D.H.Dem.53.
II c. inf., κ. εἶναιpretend to be some one else, Luc.DMar.13.2; κ. μειδιᾶν Ph. 2.280: c. acc., counterfeit, φιλίαν ib.520; τὴν σεμνότητα Him.Ecl.3.2.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. κρίνω), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.

French (Bailly abrégé)

1 tromper par un art de comédien;
2 feindre.
Étymologie: κατά, ὑποκρίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθυποκρίνομαι [κατά, ὑποκρίνω] overdonderen (met toneelspel), met acc. doen alsof, met inf.: κ. Ἐνιπέα ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι zich voordoen als Enipeus in plaats van Poseidon Luc. 78.13.2.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠποκρίνομαι: (ρῑ)
1 вводить в заблуждение (актерской) игрой, обманывать притворством (τινά Dem.);
2 принимать вид, прикидываться: καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. (Посидон) принимает вид Энипея.

Greek Monolingual

καθυποκρίνομαι (Α)
1. υποτάσσω κάτι στη θέλησή μου με την υποκριτική τέχνη, εξαπατώ
2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την υπόκριση
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαικαθυποκρίνομαι φιλίαν», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-κρίνομαι].

Greek Monotonic

καθυποκρίνομαι: [ῑ], μέλ. -κρῐνοῦμαι, αποθ.,
I. υποτάσσω, «αιχμαλωτίζω» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «υποδουλώνω μέσα από την υποκριτική τέχνη» σε Δημ.
II. με απαρ., προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι είμαι κάποιος άλλος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καθυποκρίνομαι: ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) ὑποτάσσω τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· καταστρέφω τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. καταυλέω, κατορχέομαι. ΙΙ. καθυποκρίνομαι εἶναι, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἄλλος τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· ὡσαύτως, καθυποκρίνομαι φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.

Middle Liddell

fut. -κρῐνοῦμαι
Dep.:
I. to subdue by histrionic arts, Dem.
II. c. inf. to pretend to be some one else, Luc.