ὑποικουρέω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoikoureo | |Transliteration C=ypoikoureo | ||
|Beta Code=u(poikoure/w | |Beta Code=u(poikoure/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[keep house]], [[stay at home]], Ael.''NA''11.32: metaph., κακὸν ὑ. ἐν τῇ ψυχῇ [[lurks]], [[lies hidden]], Luc.''Abd.''6; ἢν μὴ ὑποικουρέωσι φλεγμοναί Aret. ''CA''2.3; especially in part., ἀμορφία ὑποικουροῦσα Luc.''Gall.''24; μῖσος τὸ ὑποικουροῦν J.''AJ''17.5.5, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]31.17.<br><span class="bld">II</span> trans., [[engage in]] or [[plot underhand]], ἃ.. -εῖτε τοῖσιν ἀνδράσιν Ar.''Th.''1168, cf. Plu.''Pomp.''42:—Pass., <b class="b3">ὑποικουρουμένη ὀργή</b> anger [[secretly cherished]], Plb.4.49.4, cf. 3.11.3: <b class="b3">τὰ ὑποικουρημένα</b> the [[plot]], [[intrigue]], Ph.2.202.<br><span class="bld">2</span> c. acc. pers., [[work secretly upon]], τὴν στρατιάν Plu.''Luc.''34; χρήμασι πολλοὺς ἄρχοντας Id.''Pomp.''58; <b class="b3">νόσος ὑ. αὐτούς</b> [[crept in among]] them, Id.''Cam.''28.<br><span class="bld">3</span> abs., [[intrigue]], Id.''Oth.''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1218.png Seite 1218]] 1) zu Hause bleiben, das Haus hüten, sich im Hause verborgen halten, übh. sich worunter verbergen, verstecken, ὑποικουρουμένης παρ' αὐτῷ τῆς ὀργῆς Pol. 4, 29, 7; auch ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα, sc. τῇ γῇ, Ael. H. A. 2, 32; Luc. Gall. 24. – 2) sich bei Einem einschleichen, [[νόσος]] ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. Cam. 28; heimlich bei ihm Einfluß gewinnen, auch Einen aufwiegeln, Plut. Oth. 3 Lucull. 34; χρήμασιν καὶ διαφθείρειν Pomp. 58. – Aber Ar. Thesm. 1168 ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, τοῖσιν ἀνδράσιν διαβαλῶ ist = heimlich ersinnen, Schol. [[λάθρα]] ποιεῖτε. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1218.png Seite 1218]] 1) zu Hause bleiben, das Haus hüten, sich im Hause verborgen halten, übh. sich worunter verbergen, verstecken, ὑποικουρουμένης παρ' αὐτῷ τῆς ὀργῆς Pol. 4, 29, 7; auch ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα, ''[[sc.]]'' τῇ γῇ, Ael. H. A. 2, 32; Luc. Gall. 24. – 2) sich bei Einem einschleichen, [[νόσος]] ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. Cam. 28; heimlich bei ihm Einfluß gewinnen, auch Einen aufwiegeln, Plut. Oth. 3 Lucull. 34; χρήμασιν καὶ διαφθείρειν Pomp. 58. – Aber Ar. Thesm. 1168 ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, τοῖσιν ἀνδράσιν διαβαλῶ ist = heimlich ersinnen, Schol. [[λάθρα]] ποιεῖτε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ὑποικουρῶ]] :<br /><b>1</b> [[se tenir caché dans sa maison]] ; être caché sous <i>ou</i> dans;<br /><b>2</b> s'introduire secrètement, s'insinuer dans, <i>acc. ou</i> εἰς et l'acc. ; chercher à corrompre, à débaucher : τὴν στρατιάν PLUT l'armée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[οἰκουρέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποικουρέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обитать внутри]], [[таиться]] (ἐν τῇ ψυχῇ Luc.): ὑποικουρουμένη [[ὀργή]] Polyb. затаенный гнев; [[ἀμορφία]] ὑποικουροῦσα Luc. внутреннее безобразие;<br /><b class="num">2</b> [[закрадываться]], [[прокрадываться]]: [[νόσος]] ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. мало-помалу болезнь охватила их (всех);<br /><b class="num">3</b> [[склонять на свою сторону]], [[сманивать]], [[мутить]] (τὴν στρατιάν Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[подкупать]] (χρήμασι τοὺς ἄρχοντας Plut.);<br /><b class="num">5</b> [[интриговать]], [[втайне затевать]] (τι Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποικουρέω''': οἰκουρῶ, [[μένω]] [[οἴκοι]], κατοικῶ [[ἐντός]], Αἰλ. π. Ζῴων 11. 32. - μεταφορ., κακὸν ὑπ. ἐν τῇ ψυχῇ, μένει κεκρυμμένον [[ἐντός]], ὑπολανθάνει ὑπάρχον ἐν αὐτῇ, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6· [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχῇ, [[ἀμορφία]] ὑποικουροῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 24· [[μῖσος]] τὸ ὑποικουροῦν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5, πρβλ. Διοδ. Ἀποσπ. 583. 32. ΙΙ. μεταβ., τηρῶ, φυλάττω κρυφίως, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἢ μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]] κρυφίως, ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, «ἃ ποιοῦσαι ὑποικουρεῖτε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1168, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 42. - Παθ., ὑποικουρουμένη [[ὀργή]], κρυφίως ὑποτρεφομένη, Πολύβ. 4. 49, 4, πρβλ. 3. 11, 3. 20 μετ’ αἰτ. προσ., μυστικῶς ἐπιδρῶ ἐπί τινος, ὑποκούρει τὴν Φιμβριανὴν στρατιὰν καὶ παρώξυνε κατὰ τοῦ Λουκούλλου Πλουτ. Λούκουλλ. 34· τοὺς στρατιώτας χρήμασιν ὑπ. καὶ διαφθείρειν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 58· [[νόσος]] ὑπ. αὐτούς, εἰσεχώρησεν, εἰσέδυ μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28. 3) ἀπολ., μηχανῶμαι δόλους, [[δολιεύομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Ὄθ. 3. | |lstext='''ὑποικουρέω''': οἰκουρῶ, [[μένω]] [[οἴκοι]], κατοικῶ [[ἐντός]], Αἰλ. π. Ζῴων 11. 32. - μεταφορ., κακὸν ὑπ. ἐν τῇ ψυχῇ, μένει κεκρυμμένον [[ἐντός]], ὑπολανθάνει ὑπάρχον ἐν αὐτῇ, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6· [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχῇ, [[ἀμορφία]] ὑποικουροῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 24· [[μῖσος]] τὸ ὑποικουροῦν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5, πρβλ. Διοδ. Ἀποσπ. 583. 32. ΙΙ. μεταβ., τηρῶ, φυλάττω κρυφίως, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἢ μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]] κρυφίως, ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, «ἃ ποιοῦσαι ὑποικουρεῖτε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1168, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 42. - Παθ., ὑποικουρουμένη [[ὀργή]], κρυφίως ὑποτρεφομένη, Πολύβ. 4. 49, 4, πρβλ. 3. 11, 3. 20 μετ’ αἰτ. προσ., μυστικῶς ἐπιδρῶ ἐπί τινος, ὑποκούρει τὴν Φιμβριανὴν στρατιὰν καὶ παρώξυνε κατὰ τοῦ Λουκούλλου Πλουτ. Λούκουλλ. 34· τοὺς στρατιώτας χρήμασιν ὑπ. καὶ διαφθείρειν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 58· [[νόσος]] ὑπ. αὐτούς, εἰσεχώρησεν, εἰσέδυ μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28. 3) ἀπολ., μηχανῶμαι δόλους, [[δολιεύομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Ὄθ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ὑποικουρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μένω]] στο [[σπίτι]] λόγω ασθένειας, [[μένω]] στο [[σπίτι]], [[κατοικώ]] μέσα σ' αυτό· μεταφ., κρύβομαι, [[καραδοκώ]], [[παραμονεύω]], είμαι, [[παραμένω]] κρυμμένος, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ. [[μπλέκω]] σε, [[συμμετέχω]] σε, [[ασχολούμαι]] με ή [[συνωμοτώ]] στα [[κρυφά]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., προσ., [[επιδρώ]], [[επηρεάζω]] [[μυστικά]], στον ίδ.· [[νόσος]] [[ὑποικουρέω]] αὐτούς, διείσδυσε ανάμεσά τους, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[keep]] the [[house]], [[stay]] at [[home]]: — metaph. to [[lurk]], lie [[hidden]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[engage]] in or [[plot]] [[underhand]], Plut.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[work]] [[secretly]] [[upon]], Plut.; [[νόσος]] ὑπ. αὐτούς crept in [[among]] them, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 27 March 2024
English (LSJ)
A keep house, stay at home, Ael.NA11.32: metaph., κακὸν ὑ. ἐν τῇ ψυχῇ lurks, lies hidden, Luc.Abd.6; ἢν μὴ ὑποικουρέωσι φλεγμοναί Aret. CA2.3; especially in part., ἀμορφία ὑποικουροῦσα Luc.Gall.24; μῖσος τὸ ὑποικουροῦν J.AJ17.5.5, cf. D.S.31.17.
II trans., engage in or plot underhand, ἃ.. -εῖτε τοῖσιν ἀνδράσιν Ar.Th.1168, cf. Plu.Pomp.42:—Pass., ὑποικουρουμένη ὀργή anger secretly cherished, Plb.4.49.4, cf. 3.11.3: τὰ ὑποικουρημένα the plot, intrigue, Ph.2.202.
2 c. acc. pers., work secretly upon, τὴν στρατιάν Plu.Luc.34; χρήμασι πολλοὺς ἄρχοντας Id.Pomp.58; νόσος ὑ. αὐτούς crept in among them, Id.Cam.28.
3 abs., intrigue, Id.Oth.3.
German (Pape)
[Seite 1218] 1) zu Hause bleiben, das Haus hüten, sich im Hause verborgen halten, übh. sich worunter verbergen, verstecken, ὑποικουρουμένης παρ' αὐτῷ τῆς ὀργῆς Pol. 4, 29, 7; auch ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα, sc. τῇ γῇ, Ael. H. A. 2, 32; Luc. Gall. 24. – 2) sich bei Einem einschleichen, νόσος ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. Cam. 28; heimlich bei ihm Einfluß gewinnen, auch Einen aufwiegeln, Plut. Oth. 3 Lucull. 34; χρήμασιν καὶ διαφθείρειν Pomp. 58. – Aber Ar. Thesm. 1168 ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, τοῖσιν ἀνδράσιν διαβαλῶ ist = heimlich ersinnen, Schol. λάθρα ποιεῖτε.
French (Bailly abrégé)
ὑποικουρῶ :
1 se tenir caché dans sa maison ; être caché sous ou dans;
2 s'introduire secrètement, s'insinuer dans, acc. ou εἰς et l'acc. ; chercher à corrompre, à débaucher : τὴν στρατιάν PLUT l'armée.
Étymologie: ὑπό, οἰκουρέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποικουρέω:
1 обитать внутри, таиться (ἐν τῇ ψυχῇ Luc.): ὑποικουρουμένη ὀργή Polyb. затаенный гнев; ἀμορφία ὑποικουροῦσα Luc. внутреннее безобразие;
2 закрадываться, прокрадываться: νόσος ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. мало-помалу болезнь охватила их (всех);
3 склонять на свою сторону, сманивать, мутить (τὴν στρατιάν Plut.);
4 подкупать (χρήμασι τοὺς ἄρχοντας Plut.);
5 интриговать, втайне затевать (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποικουρέω: οἰκουρῶ, μένω οἴκοι, κατοικῶ ἐντός, Αἰλ. π. Ζῴων 11. 32. - μεταφορ., κακὸν ὑπ. ἐν τῇ ψυχῇ, μένει κεκρυμμένον ἐντός, ὑπολανθάνει ὑπάρχον ἐν αὐτῇ, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6· μάλιστα ἐν τῇ μετοχῇ, ἀμορφία ὑποικουροῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 24· μῖσος τὸ ὑποικουροῦν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5, πρβλ. Διοδ. Ἀποσπ. 583. 32. ΙΙ. μεταβ., τηρῶ, φυλάττω κρυφίως, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἢ μηχανῶμαι, παρασκευάζω κρυφίως, ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, «ἃ ποιοῦσαι ὑποικουρεῖτε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1168, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 42. - Παθ., ὑποικουρουμένη ὀργή, κρυφίως ὑποτρεφομένη, Πολύβ. 4. 49, 4, πρβλ. 3. 11, 3. 20 μετ’ αἰτ. προσ., μυστικῶς ἐπιδρῶ ἐπί τινος, ὑποκούρει τὴν Φιμβριανὴν στρατιὰν καὶ παρώξυνε κατὰ τοῦ Λουκούλλου Πλουτ. Λούκουλλ. 34· τοὺς στρατιώτας χρήμασιν ὑπ. καὶ διαφθείρειν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 58· νόσος ὑπ. αὐτούς, εἰσεχώρησεν, εἰσέδυ μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28. 3) ἀπολ., μηχανῶμαι δόλους, δολιεύομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ὄθ. 3.
Greek Monotonic
ὑποικουρέω: μέλ. -ήσω,
I. μένω στο σπίτι λόγω ασθένειας, μένω στο σπίτι, κατοικώ μέσα σ' αυτό· μεταφ., κρύβομαι, καραδοκώ, παραμονεύω, είμαι, παραμένω κρυμμένος, σε Λουκ.
II. 1. μτβ. μπλέκω σε, συμμετέχω σε, ασχολούμαι με ή συνωμοτώ στα κρυφά, σε Πλούτ.
2. με αιτ., προσ., επιδρώ, επηρεάζω μυστικά, στον ίδ.· νόσος ὑποικουρέω αὐτούς, διείσδυσε ανάμεσά τους, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to keep the house, stay at home: — metaph. to lurk, lie hidden, Luc.
II. trans. to engage in or plot underhand, Plut.
2. c. acc. pers. to work secretly upon, Plut.; νόσος ὑπ. αὐτούς crept in among them, Plut.