ὁμῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
(Bailly1_4)
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omiliks
|Transliteration C=omiliks
|Beta Code=o(mh=lic
|Beta Code=o(mh=lic
|Definition=Aeol. ὐμᾶλιξ <span class="bibl">Theoc.30.20</span> : ῐκος, ὁ<b class="b3">, ἡ</b> :—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the same age</b>, mostly of young persons, <span class="bibl">Od.15.197</span>, <span class="bibl">16.419</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>444</span>,<span class="bibl">447</span>, <span class="bibl">Hdt. 1.99</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1098</span>, etc. ; of things, παραδοχὰς . . ὁμήλικας χρόνῳ <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>201</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> as Subst., <b class="b2">equal in age, comrade</b>, <b class="b3">νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα</b> (of an elderly man) <span class="bibl">Od.19.358</span> ; δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁ. <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span> 953</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of like stature</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pr.Im.</span>13</span> : neut., ὁμήλικα ζῷα <span class="bibl">Apollon.<span class="title">Mir.</span>17</span>.</span>
|Definition=Aeol. [[ὐμᾶλιξ]] Theoc.30.20: ῐκος, ὁ, ἡ:—<br><span class="bld">A</span> [[of the same age]], mostly of young persons, Od.15.197, 16.419, Hes.''Op.''444,447, [[Herodotus|Hdt.]] 1.99, E.''Hipp.''1098, etc.; of things, παραδοχὰς.. ὁμήλικας χρόνῳ Id.''Ba.''201.<br><span class="bld">2</span> as [[substantive]], [[equal in age]], [[comrade]], <b class="b3">νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα</b> (of an elderly man) Od.19.358; δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁ. [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]'' 953.<br><span class="bld">II</span> [[of like stature]], Luc.''Pr.Im.''13: neut., ὁμήλικα ζῷα Apollon.''Mir.''17.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] ικος, gleichaltrig, bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆσδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] ικος, [[gleichaltrig]], bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆσδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.
}}
{{bailly
|btext=ήλικος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[de même âge]] ; [[compagnon]];<br /><b>2</b> [[de même grandeur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἧλιξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμῆλιξ:''' ῐκος adj.<br /><b class="num">1</b> [[одного возраста]], [[ровесник]] ([[κάλλιστος]] τῶν ὁμηλίκων Plut.): ὁ. τινος Eur. одного возраста с кем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[одинакового роста]] (ἄνθρωποι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχων, [[συνηλικιώτης]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 197, Π. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442, 445, Ἡρόδ. 1. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1098, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁμ. [[χαίτη]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 21· ― οὐδ., ὁμήλικα ζῷα Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 17. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ἄνθρωπος]] τῆς αὐτῆς ἡλικίας, [[σύντροφος]], Λατ. aequalis, νίψον [[σοῖο]] ἄνακτος ὁμήλικα, [[ἔνθα]] τοῦτο λέγεται περὶ ἀνθρώπου πρεσβύτου, Ὀδ. Τ. 358· δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμ. Εὐρ. Ἄλκ. 953. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[ἀνάστημα]], Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 13.
|lstext='''ὁμῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχων, [[συνηλικιώτης]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 197, Π. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442, 445, Ἡρόδ. 1. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1098, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁμ. [[χαίτη]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 21· ― οὐδ., ὁμήλικα ζῷα Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 17. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ἄνθρωπος]] τῆς αὐτῆς ἡλικίας, [[σύντροφος]], Λατ. aequalis, νίψον [[σοῖο]] ἄνακτος ὁμήλικα, [[ἔνθα]] τοῦτο λέγεται περὶ ἀνθρώπου πρεσβύτου, Ὀδ. Τ. 358· δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμ. Εὐρ. Ἄλκ. 953. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[ἀνάστημα]], Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 13.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ήλικος (, )<br /><b>1</b> de même âge ; compagnon;<br /><b>2</b> de même grandeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἧλιξ]].
|auten=ικος: of [[like]] [[age]]; τινός, ‘[[with]]’ [[one]], Od. 19.358.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ὁμῆλιξ]], Α και [[ὁμοῆλιξ]], και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)<br />([[ιδίως]] για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνομήλικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[ανάστημα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]]» ([[πρβλ]]. [[ισήλιξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον, [[συνομήλικος]], λέγεται [[κυρίως]] για νέους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[συνομήλικος]], [[σύντροφος]], Λατ. [[aequalis]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[ανάστημα]] με κάποιον, σε Λουκ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[of the same age]]<br />See also: s. [[ἧλιξ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμ-ῆλιξ, ῐκος,<br /><b class="num">I.</b> of the [[same]] age, [[mostly]] of [[young]] persons, Od., Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]] an [[equal]] in age, [[comrade]], Lat. [[aequalis]], Od., Eur.<br /><b class="num">II.</b> of like [[stature]], Luc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὁμῆλιξ''': {homē̃liks}<br />'''Meaning''': [[gleichalterig]]<br />'''See also''': s. [[ἧλιξ]].<br />'''Page''' 2,386
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[contemporary]], [[equal in age]], [[one of the same age]], [[one's equal]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[συνομήλικος]]). Ἀπό τό [[ὁμοῦ]] (=[[μαζί]]) τοῦ [[ὁμός]] + [[ἧλιξ]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ὁμός]].
}}
{{trml
|trtx====[[age-mate]]===
Adyghe: ныбжьэгъу; Azerbaijani: yaşıd; Belarusian: равеснік, равесьнік, равесніца, равесьніца, адналетак, адналетка, аднагодак, аднагодка; Bulgarian: връстник, връстничка; Cebuano: kaedad; Chinese Mandarin: [[同齡人]], [[同龄人]]; Czech: vrstevník, vrstevnice; Dutch: [[leeftijdsgenoot]], [[leeftijdgenoot]]; Finnish: ikätoveri; Georgian: თანატოლი; German: [[Gleichaltriger]]; Greek: [[συνομήλικος]]; Ancient Greek: [[ἁλικιώτης]], [[ἆλιξ]], [[ἇλιξ]], [[βαλικιώτης]], [[ἡλικιώτης]], [[ἧλιξ]], [[ἰσήλικος]], [[ξυνῆλιξ]], [[ὁμῆλιξ]], [[ὁμήλικος]], [[ὁμοήλικος]], [[συνᾶλιξ]], [[σύνηβος]], [[συνηλικιώτης]], [[συνήλικος]], [[συνῆλιξ]], [[συνομᾶλιξ]], [[συνομῆλιξ]], [[ὐμᾶλιξ]], [[ϝαλικιώτας]]; Icelandic: jafnaldri; Italian: [[coetaneo]]; Latin: [[aequalis]]; Japanese: 同年配の人; Korean: 동등한 사람, 동갑; Macedonian: врсник, врсничка; Polish: rówieśnik, rówieśnica, rówieśniczka, jednolatek, jednolatka; Russian: [[ровесник]], [[ровесница]], [[сверстник]], [[сверстница]], [[одногодок]], [[одногодка]]; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̀шња̄к, вршња̀киња, вр̀снӣк, вр̀сница; Roman: vr̀šnjāk, vršnjàkinja, vr̀snīk, vr̀snica; Slovak: rovesník, rovesníčka; Slovene: vrstnik, vrstnica; Spanish: [[coetáneo]], [[coevo]]; Turkish: yaşıt; Ukrainian: ровесник, ровесниця, одноліток, однолітка, одногодок, одногодка
}}
}}

Latest revision as of 17:43, 10 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῆλιξ Medium diacritics: ὁμῆλιξ Low diacritics: ομήλιξ Capitals: ΟΜΗΛΙΞ
Transliteration A: homē̂lix Transliteration B: homēlix Transliteration C: omiliks Beta Code: o(mh=lic

English (LSJ)

Aeol. ὐμᾶλιξ Theoc.30.20: ῐκος, ὁ, ἡ:—
A of the same age, mostly of young persons, Od.15.197, 16.419, Hes.Op.444,447, Hdt. 1.99, E.Hipp.1098, etc.; of things, παραδοχὰς.. ὁμήλικας χρόνῳ Id.Ba.201.
2 as substantive, equal in age, comrade, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα (of an elderly man) Od.19.358; δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁ. E.Alc. 953.
II of like stature, Luc.Pr.Im.13: neut., ὁμήλικα ζῷα Apollon.Mir.17.

German (Pape)

[Seite 330] ικος, gleichaltrig, bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆσδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.

French (Bailly abrégé)

ήλικος (ὁ, ἡ)
1 de même âge ; compagnon;
2 de même grandeur.
Étymologie: ὁμός, ἧλιξ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμῆλιξ: ῐκος adj.
1 одного возраста, ровесник (κάλλιστος τῶν ὁμηλίκων Plut.): ὁ. τινος Eur. одного возраста с кем-л.;
2 одинакового роста (ἄνθρωποι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχων, συνηλικιώτης, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 197, Π. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442, 445, Ἡρόδ. 1. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1098, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁμ. χαίτη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 21· ― οὐδ., ὁμήλικα ζῷα Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 17. 2) ὡς οὐσιαστ., ἄνθρωπος τῆς αὐτῆς ἡλικίας, σύντροφος, Λατ. aequalis, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα, ἔνθα τοῦτο λέγεται περὶ ἀνθρώπου πρεσβύτου, Ὀδ. Τ. 358· δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμ. Εὐρ. Ἄλκ. 953. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ἀνάστημα, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 13.

English (Autenrieth)

ικος: of like age; τινός, ‘withone, Od. 19.358.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ὁμῆλιξ, Α και ὁμοῆλιξ, και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)
(ιδίως για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισήλιξ)].

Greek Monotonic

ὁμῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον, συνομήλικος, λέγεται κυρίως για νέους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. ως ουσ., συνομήλικος, σύντροφος, Λατ. aequalis, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον, σε Λουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: of the same age
See also: s. ἧλιξ.

Middle Liddell

ὁμ-ῆλιξ, ῐκος,
I. of the same age, mostly of young persons, Od., Hdt., etc.
2. as substantive an equal in age, comrade, Lat. aequalis, Od., Eur.
II. of like stature, Luc.

Frisk Etymology German

ὁμῆλιξ: {homē̃liks}
Meaning: gleichalterig
See also: s. ἧλιξ.
Page 2,386

English (Woodhouse)

contemporary, equal in age, one of the same age, one's equal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=συνομήλικος). Ἀπό τό ὁμοῦ (=μαζί) τοῦ ὁμός + ἧλιξ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός.

Translations

age-mate

Adyghe: ныбжьэгъу; Azerbaijani: yaşıd; Belarusian: равеснік, равесьнік, равесніца, равесьніца, адналетак, адналетка, аднагодак, аднагодка; Bulgarian: връстник, връстничка; Cebuano: kaedad; Chinese Mandarin: 同齡人, 同龄人; Czech: vrstevník, vrstevnice; Dutch: leeftijdsgenoot, leeftijdgenoot; Finnish: ikätoveri; Georgian: თანატოლი; German: Gleichaltriger; Greek: συνομήλικος; Ancient Greek: ἁλικιώτης, ἆλιξ, ἇλιξ, βαλικιώτης, ἡλικιώτης, ἧλιξ, ἰσήλικος, ξυνῆλιξ, ὁμῆλιξ, ὁμήλικος, ὁμοήλικος, συνᾶλιξ, σύνηβος, συνηλικιώτης, συνήλικος, συνῆλιξ, συνομᾶλιξ, συνομῆλιξ, ὐμᾶλιξ, ϝαλικιώτας; Icelandic: jafnaldri; Italian: coetaneo; Latin: aequalis; Japanese: 同年配の人; Korean: 동등한 사람, 동갑; Macedonian: врсник, врсничка; Polish: rówieśnik, rówieśnica, rówieśniczka, jednolatek, jednolatka; Russian: ровесник, ровесница, сверстник, сверстница, одногодок, одногодка; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̀шња̄к, вршња̀киња, вр̀снӣк, вр̀сница; Roman: vr̀šnjāk, vršnjàkinja, vr̀snīk, vr̀snica; Slovak: rovesník, rovesníčka; Slovene: vrstnik, vrstnica; Spanish: coetáneo, coevo; Turkish: yaşıt; Ukrainian: ровесник, ровесниця, одноліток, однолітка, одногодок, одногодка