μητρικός: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitrikos | |Transliteration C=mitrikos | ||
|Beta Code=mhtriko/s | |Beta Code=mhtriko/s | ||
|Definition= | |Definition=μητρική, μητρικόν, [[of a mother]], τιμή [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1165a27; κτῆσις Poll.3.11; [χρυσοῦς] τύπος μ. πρὸς ξύλῳ ''Inscr.Délos''399''B''142 (ii B.C.); τὰ μ. ''PStrassb.''122.4 (ii A.D.); μέρη πατρικὰ καὶ μητρικά ''BGU''302.20 (ii A.D.); <b class="b3">μητρικὸς τόπος</b> a region of the [[zodiac]], Vett.Val.101.8. Adv. [[μητρικῶς]] D.H. ''Rh.''9.4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] mütterlich; [[κτῆσις]], Poll. 3, 11; [[τιμή]], Arist. eth. 9, 2. – Adv., μητρικῶς παραμυθεῖσθαι, D. Hal. rhet. 9, 3. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[de mère]], [[maternel]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μητρικός:''' [[материнский]] ([[τιμή]] Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μητρικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. maternus, τιμὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 8· [[κτῆσις]] Πολυδ. Γ΄, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 9. 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μητρικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μητέρα]] (α. «μητρική [[στοργή]]» β. «μητρικό [[γάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «μητρική [[γλώσσα]]» — η πρώτη [[γλώσσα]] που μαθαίνει [[κανείς]] από τη βρεφική του [[ηλικία]], η [[γλώσσα]] του έθνους του<br />β) «μητρική γενεαλογική [[γραμμή]]» ή «μητρική συγγενική [[σειρά]]»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) η γενεαλογική [[γραμμή]] της οποίας όλα τα [[μέλη]] θεωρούνται απόγονοι μέσω της μητρογραμμικής καταγωγής κοινού προγόνου<br />γ) «μητρική [[εταιρεία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[εταιρεία]] από την οποία ιδρύεται μια [[άλλη]], εξαρτημένη [[εταιρεία]], και η οποία λέγεται θυγατρική<br />δ) «μητρική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τύπος]] ενστικτώδους προστατευτικής συμπεριφοράς<br />ε) «μητρικό [[ένστικτο]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τάση]] συναισθηματικής προσκόλλησης της μητέρας στο [[παιδί]] της<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μητρικά νοσήματα» ή, [[απλώς]], «μητρικά» — οι παθήσεις της μήτρας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μητρικός]] [[τόπος]]» — [[περιοχή]] του ζωδιακού κύκλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητρικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μητρικῶς)<br />με μητρικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μητρικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μητέρα]], Λατ. [[maternus]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μητρικός]], ή, όν<br />of a [[mother]], Lat. [[maternus]], Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
μητρική, μητρικόν, of a mother, τιμή Arist.EN1165a27; κτῆσις Poll.3.11; [χρυσοῦς] τύπος μ. πρὸς ξύλῳ Inscr.Délos399B142 (ii B.C.); τὰ μ. PStrassb.122.4 (ii A.D.); μέρη πατρικὰ καὶ μητρικά BGU302.20 (ii A.D.); μητρικὸς τόπος a region of the zodiac, Vett.Val.101.8. Adv. μητρικῶς D.H. Rh.9.4.
German (Pape)
[Seite 179] mütterlich; κτῆσις, Poll. 3, 11; τιμή, Arist. eth. 9, 2. – Adv., μητρικῶς παραμυθεῖσθαι, D. Hal. rhet. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de mère, maternel.
Étymologie: μήτηρ.
Russian (Dvoretsky)
μητρικός: материнский (τιμή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μητρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. maternus, τιμὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 8· κτῆσις Πολυδ. Γ΄, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 9. 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μητρικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» — η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα του έθνους του
β) «μητρική γενεαλογική γραμμή» ή «μητρική συγγενική σειρά»
(κοινων.-ανθρωπολ.) η γενεαλογική γραμμή της οποίας όλα τα μέλη θεωρούνται απόγονοι μέσω της μητρογραμμικής καταγωγής κοινού προγόνου
γ) «μητρική εταιρεία»
(οικον.) η εταιρεία από την οποία ιδρύεται μια άλλη, εξαρτημένη εταιρεία, και η οποία λέγεται θυγατρική
δ) «μητρική συμπεριφορά»
(ψυχολ.) τύπος ενστικτώδους προστατευτικής συμπεριφοράς
ε) «μητρικό ένστικτο»
(ψυχολ.) τάση συναισθηματικής προσκόλλησης της μητέρας στο παιδί της
2. φρ. «μητρικά νοσήματα» ή, απλώς, «μητρικά» — οι παθήσεις της μήτρας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα
αρχ.
φρ. «μητρικός τόπος» — περιοχή του ζωδιακού κύκλου.
επίρρ...
μητρικώς και -ά (ΑΜ μητρικῶς)
με μητρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ικός].
Greek Monotonic
μητρικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μητέρα, Λατ. maternus, σε Αριστ.