νήθω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nitho | |Transliteration C=nitho | ||
|Beta Code=nh/qw | |Beta Code=nh/qw | ||
|Definition=< | |Definition=[[spin]], Cratin.96, Pl.''Plt.''289c, [[LXX]] ''Ex.''35.25, ''AP''11.110 (Nicarch.), Corn.''ND''13, Gal.''UP''1.3 (but said not to be Att., Poll.7.32, ''AB''109): Ion. impf. νήθεσκες ''AP''14.134. (Formed from [[νέω]] (B), as [[πλήθω]] from <b class="b3">πλη-, πίμπλημι</b>.) | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] = [[νέω]], [[spinnen]], Plat. Polit. 289 c u. Sp., wie Probl. arithm. 27 (XIV, 134), νήθεσκε, nach Poll. 7, 32 nicht att., vgl. B. A. 88. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[filer]].<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]³. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νήθω:''' (impf. iter. νήθεσκον) Plat., NT, Anth. = [[νέω]] III. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νήθω''': «γνέθω», [[κλώθω]], Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ [[πλήθω]] ἐκ τῆς √ΠΛΕ, [[πίμπλημι]]). | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from neo (of [[like]] [[meaning]]); to [[spin]]: [[spin]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=to [[spin]]: [[Plato]], polit., p. 289c.; Anthol.; for טָוָה, Exodus 35:25f.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[νήθω]])<br />(σχετικά με [[μαλλί]] και [[βαμβάκι]]) [[μετατρέπω]] σε [[νήμα]], σε [[κλωστή]], [[κλώθω]], [[γνέθω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νήθω]] σχηματίστηκε από το θ. <i>νη</i>- του <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[κλώθω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀλέω]]: [[ἀλήθω]]) με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>θω</i>, που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει εμφαντικά το [[τέλος]] της πράξης, το [[ποιόν]] ενέργειας του ρήματος (<b>πρβλ.</b> και [[επίθημα]] -<i>χω</i> στο [[νήχω]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νήθω:''' ([[νέω]] Γ), [[γνέθω]], [[κλώθω]], σε Πλάτ.· βʹ ενικ. Ιων. παρατ. <i>νήθεσκες</i>, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Meaning: [[spin]]<br />See also: s. 2. [[νέω]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νήθω]], [νέω3]<br />to [[spin]], Plat.; 2nd sg. ionic imperf. νήθεσκες, Anth. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''νήθω''': {nḗthō}<br />'''Meaning''': [[spinnen]]<br />'''See also''': s. 2. [[νέω]].<br />'''Page''' 2,314 | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':n»qw 尼拖<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':紡織 相當於: ([[שָׁזַר]]‎)<br />'''字義溯源''':紡織^,紡線<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 它們⋯紡織(1) 太6:28;<br />2) 紡織(1) 路12:27 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[γνέθω]]). Σχηματίζεται ἀπό τό [[νέω]] (=[[κλώθω]]) ([[θέμα]]: νε-, νη-). Δές γιά παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[νέω]] (3). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
spin, Cratin.96, Pl.Plt.289c, LXX Ex.35.25, AP11.110 (Nicarch.), Corn.ND13, Gal.UP1.3 (but said not to be Att., Poll.7.32, AB109): Ion. impf. νήθεσκες AP14.134. (Formed from νέω (B), as πλήθω from πλη-, πίμπλημι.)
German (Pape)
[Seite 251] = νέω, spinnen, Plat. Polit. 289 c u. Sp., wie Probl. arithm. 27 (XIV, 134), νήθεσκε, nach Poll. 7, 32 nicht att., vgl. B. A. 88.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
νήθω: (impf. iter. νήθεσκον) Plat., NT, Anth. = νέω III.
Greek (Liddell-Scott)
νήθω: «γνέθω», κλώθω, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν εἶναι Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ πλήθω ἐκ τῆς √ΠΛΕ, πίμπλημι).
English (Strong)
from neo (of like meaning); to spin: spin.
English (Thayer)
to spin: Plato, polit., p. 289c.; Anthol.; for טָוָה, Exodus 35:25f.)
Greek Monolingual
(Α νήθω)
(σχετικά με μαλλί και βαμβάκι) μετατρέπω σε νήμα, σε κλωστή, κλώθω, γνέθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήθω σχηματίστηκε από το θ. νη- του νέω (ΙΙ) «κλώθω» (πρβλ. ἀλέω: ἀλήθω) με ενεστωτικό επίθημα -θω, που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει εμφαντικά το τέλος της πράξης, το ποιόν ενέργειας του ρήματος (πρβλ. και επίθημα -χω στο νήχω)].
Greek Monotonic
νήθω: (νέω Γ), γνέθω, κλώθω, σε Πλάτ.· βʹ ενικ. Ιων. παρατ. νήθεσκες, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Meaning: spin
See also: s. 2. νέω.
Middle Liddell
νήθω, [νέω3]
to spin, Plat.; 2nd sg. ionic imperf. νήθεσκες, Anth.
Frisk Etymology German
νήθω: {nḗthō}
Meaning: spinnen
See also: s. 2. νέω.
Page 2,314
Chinese
原文音譯:n»qw 尼拖
詞類次數:動詞(2)
原文字根:紡織 相當於: (שָׁזַר)
字義溯源:紡織^,紡線
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 它們⋯紡織(1) 太6:28;
2) 紡織(1) 路12:27
Mantoulidis Etymological
(=γνέθω). Σχηματίζεται ἀπό τό νέω (=κλώθω) (θέμα: νε-, νη-). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα νέω (3).