προσανασείω: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosanaseio | |Transliteration C=prosanaseio | ||
|Beta Code=prosanasei/w | |Beta Code=prosanasei/w | ||
|Definition= | |Definition=[[shake up]] or [[about besides]], Hp.''Art.''4: metaph., <b class="b3">προσανασείεσθαι λόγοις</b> to [[be roused still further]], Plb.1.69.8; <b class="b3">δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο</b> [[falsa lectio|f.l.]] for [[προανεσείοντο]] in Plu.''TG''21. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] (s. [[σείω]]), noch dazu aufschütteln, übtr., noch mehr aufreizen, προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις, Pol. 1, 69, 8; τινὶ δίκην, Plut. Tib. Graech. 21. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=intenter en outre (un procès).<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνασείω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-ανασείω ook nog schudden. Hp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσανασείω:''' досл. сверх того встряхивать, перен. возбуждать (προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις Polyb.): δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο Plut. против Назики возбуждались судебные преследования. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κινώ]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[ταράζω]], [[τραντάζω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] κάποιον επιπροσθέτως («ταχὺ προσανασεισθέντες οἱ πολλοὶ τοῖς τοιούτοις λόγοις», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνασείω]] «[[κινώ]], [[ταράζω]], [[διεγείρω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσανασείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανακινώ]] ή [[σείω]] εδώ κι [[εκεί]] [[επιπλέον]] — Παθ., διεγείρομαι [[ακόμα]] πιο [[πολύ]], σε Πολύβ.· δίκαι [[αὐτῷ]] προσανεσείοντο, επισείονταν [[εναντίον]] του, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσανασείω''': [[ἀνασείω]] ἢ [[σείω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]] [[προσέτι]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782· ― μεταφορ., προσανασείεσθαι λόγοις, διεγείρεσθαι ἔτι [[μᾶλλον]] διὰ λόγων, Πολυβ. 1. 69, 8· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο, ἐπεσείοντο [[ἐναντίον]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Τ. Γράκχ. 21, πρβλ. [[ἀνασείω]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[shake]] up or [[about]] [[besides]]:— Pass. to be roused [[still]] [[further]], Polyb.; δίκαι [[αὐτῷ]] προσανεσείοντο were [[being]] promoted [[against]] him, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
shake up or about besides, Hp.Art.4: metaph., προσανασείεσθαι λόγοις to be roused still further, Plb.1.69.8; δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο f.l. for προανεσείοντο in Plu.TG21.
German (Pape)
[Seite 750] (s. σείω), noch dazu aufschütteln, übtr., noch mehr aufreizen, προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις, Pol. 1, 69, 8; τινὶ δίκην, Plut. Tib. Graech. 21.
French (Bailly abrégé)
intenter en outre (un procès).
Étymologie: πρός, ἀνασείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ανασείω ook nog schudden. Hp.
Russian (Dvoretsky)
προσανασείω: досл. сверх того встряхивать, перен. возбуждать (προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις Polyb.): δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο Plut. против Назики возбуждались судебные преследования.
Greek Monolingual
Α
1. κινώ προς τα πάνω, ταράζω, τραντάζω επί πλέον
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως («ταχὺ προσανασεισθέντες οἱ πολλοὶ τοῖς τοιούτοις λόγοις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνασείω «κινώ, ταράζω, διεγείρω»].
Greek Monotonic
προσανασείω: μέλ. -σω, ανακινώ ή σείω εδώ κι εκεί επιπλέον — Παθ., διεγείρομαι ακόμα πιο πολύ, σε Πολύβ.· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο, επισείονταν εναντίον του, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσανασείω: ἀνασείω ἢ σείω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ προσέτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782· ― μεταφορ., προσανασείεσθαι λόγοις, διεγείρεσθαι ἔτι μᾶλλον διὰ λόγων, Πολυβ. 1. 69, 8· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο, ἐπεσείοντο ἐναντίον αὐτοῦ, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 21, πρβλ. ἀνασείω.
Middle Liddell
fut. σω
to shake up or about besides:— Pass. to be roused still further, Polyb.; δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο were being promoted against him, Plut.