συγκληρόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(11)
 
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(32 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkliroo
|Transliteration C=sygkliroo
|Beta Code=sugklhro/w
|Beta Code=sugklhro/w
|Definition=Dor. -κλᾱρόω <span class="title">IG</span>12(1).3.10 (Rhodes, i A.D.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">join</b> or <b class="b2">embrace in one lot</b>, δύο τμήματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>745c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">choose by lot</b>, <b class="b3">δικαστήριον</b> v.l. in <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Med., <b class="b2">draw a lot with others</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.8.7</span>; Astrol., <b class="b2">acquire</b> <b class="b3">κλῆρος</b> <b class="b2">jointly with</b>, <span class="bibl">Vett.Val.68.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">join by lot</b>, τινί τι <span class="bibl">D.14.18</span>; τινά τινι <span class="bibl">Aeschin.2.183</span>; αὐτόματος φορὰ καὶ τύχη τὰς ἀρχὰς συνεκλήρωσεν <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.162a</span>:—Pass., <b class="b3">τὰ ἄλογα πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων . . ἔχει συγκεκληρωμένα</b> <b class="b2">assigned to them along with</b> men, Ael.<b class="b2">NA Praef</b>.; <b class="b3">συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ</b> <b class="b2">to be all doomed</b> to silence, ib.15.28, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>257</span>.</span>
|Definition=Dor. [[συγκλαρόω]] ''IG''12(1).3.10 (Rhodes, i A.D.):—<br><span class="bld">A</span> [[join in one lot]] or [[embrace in one lot]], δύο τμήματα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''745c.<br><span class="bld">2</span> [[choose by lot]], [[δικαστήριον]] [[varia lectio|v.l.]] in Plu.''Alc.''19.<br><span class="bld">3</span> Med., [[draw a lot with others]], J.''BJ''3.8.7; Astrol., [[acquire]] [[κλῆρος]] [[jointly]] with, Vett.Val.68.5.<br><span class="bld">II</span> [[join by lot]], τινί τι D.14.18; τινά τινι Aeschin.2.183; αὐτόματος φορὰ καὶ τύχη τὰς ἀρχὰς συνεκλήρωσεν Jul.''Or.''5.162a:—Pass., <b class="b3">τὰ ἄλογα πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων.. ἔχει συγκεκληρωμένα</b> [[assigned to them along with]] men, Ael. ''NA Praef''.; [[συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ]] to [[be all doomed to silence]], ib.15.28, cf. Dam.''Pr.''257.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] hinzuloosen, durchs Loos theilnehmen lassen; τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ, Ael. H. A. 15, 28; vgl. Plat. Legg. V, 745 c; Dem. 14, 18 u. A.; [[δικαστήριον]], ein Gericht zusammenloofen, die Richter durchs Loos erwählen, Plut. Alcib. 19.
}}
{{bailly
|btext=[[συγκληρῶ]] :<br /><b>1</b> [[désigner ensemble par le sort]] (des magistrats, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> [[attribuer un sort commun]] ; <i>Pass.</i> [[avoir un sort commun]].<br />'''Étymologie:''' [[σύγκληρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκληρόω [σύγκληρος] [[verenigen in één kavel]], [[samennemen in één toegewezen stuk land]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκληρόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[избирать по жребию]] (τὸ [[δικαστήριον]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> (о судьбе), [[соединять в один надел]] ([[δύο]] τμήματα Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[связывать]], [[сталкивать]] (τινα ἀνθρώπῳ τινί Aesch.);<br /><b class="num">4</b> [[давать по жребию]] (τινί τι Dem.).
}}
{{grml
|mltxt=[[συγκληρόω]], δωρ. τ. [[συγκλαρόω]] Α [[σύγκληρος]]<br /><b>1.</b> [[συνενώνω]] ή [[περιλαμβάνω]] σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ [[δίχα]] τεμεῖν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκλέγω]] με κλήρο για [[συγκρότηση]] μιας αρχής<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> μοιράζομαι την [[ίδια]] [[τύχη]] με άλλον<br /><b>4.</b> [[κάνω]] κάποιον να συμμετέχει με κλήρο («τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ», Αιλ.)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[συγκληροῦμαι]], [[συγκληρόομαι]]<br />[[μετέχω]] σε [[κλήρωση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συμπεριλαμβάνω]] σε έναν κλήρο, [[εκλέγω]] με κλήρο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[απονέμω]] μέσω του ίδιου κλήρου, <i>τί τινι</i>, σε Δημ.· [[συνδέω]], [[συνάπτω]], [[ζευγαρώνω]] με κάποιον, <i>τινά τινι</i>, σε Αισχίν.
}}
{{ls
|lstext='''συγκληρόω''': συνενῶ ἢ [[περιλαμβάνω]] εἰς ἕνα κλῆρον, συγκληρῶσαι δύο τμήματα Πλάτ. Νόμ. 745C. 2) [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου, [[δικαστήριον]] Πλουτ. Ἀλκιβ. 19. ΙΙ. [[ἀπονέμω]] διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] κλήρου, τινί τι Δημ. 183. 1˙ ἑνώνω, [[συνδέω]], [[συνάπτω]], τινά τινι Αἰσχίν. 52. 35. ― Παθητ., τὰ ἄλογα πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων πλεονεκτημάτων... ἔχει συγκεκληρωμένα, συγκέκτηται, Αἰλ. περὶ Ζῴων ἐν τῷ προοιμ.˙ τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ, τοὺς δὲ καταδικασθῆναι σιωπᾶν, [[αὐτόθι]] 15. 28.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to [[embrace]] in one lot, [[choose]] by lot, Plut.<br /><b class="num">II.</b> to [[assign]] by the [[same]] lot, τί τινι Dem.: to [[couple]] with one, τινά τινι Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 13:17, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκληρόω Medium diacritics: συγκληρόω Low diacritics: συγκληρόω Capitals: ΣΥΓΚΛΗΡΟΩ
Transliteration A: synklēróō Transliteration B: synklēroō Transliteration C: sygkliroo Beta Code: sugklhro/w

English (LSJ)

Dor. συγκλαρόω IG12(1).3.10 (Rhodes, i A.D.):—
A join in one lot or embrace in one lot, δύο τμήματα Pl.Lg.745c.
2 choose by lot, δικαστήριον v.l. in Plu.Alc.19.
3 Med., draw a lot with others, J.BJ3.8.7; Astrol., acquire κλῆρος jointly with, Vett.Val.68.5.
II join by lot, τινί τι D.14.18; τινά τινι Aeschin.2.183; αὐτόματος φορὰ καὶ τύχη τὰς ἀρχὰς συνεκλήρωσεν Jul.Or.5.162a:—Pass., τὰ ἄλογα πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων.. ἔχει συγκεκληρωμένα assigned to them along with men, Ael. NA Praef.; συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ to be all doomed to silence, ib.15.28, cf. Dam.Pr.257.

German (Pape)

[Seite 968] hinzuloosen, durchs Loos theilnehmen lassen; τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ, Ael. H. A. 15, 28; vgl. Plat. Legg. V, 745 c; Dem. 14, 18 u. A.; δικαστήριον, ein Gericht zusammenloofen, die Richter durchs Loos erwählen, Plut. Alcib. 19.

French (Bailly abrégé)

συγκληρῶ :
1 désigner ensemble par le sort (des magistrats, etc.);
2 attribuer un sort commun ; Pass. avoir un sort commun.
Étymologie: σύγκληρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκληρόω [σύγκληρος] verenigen in één kavel, samennemen in één toegewezen stuk land.

Russian (Dvoretsky)

συγκληρόω:
1 избирать по жребию (τὸ δικαστήριον Plut.);
2 (о судьбе), соединять в один надел (δύο τμήματα Plat.);
3 связывать, сталкивать (τινα ἀνθρώπῳ τινί Aesch.);
4 давать по жребию (τινί τι Dem.).

Greek Monolingual

συγκληρόω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α σύγκληρος
1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῖν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.)
2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής
3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον
4. κάνω κάποιον να συμμετέχει με κλήρο («τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ», Αιλ.)
5. μέσ. συγκληροῦμαι, συγκληρόομαι
μετέχω σε κλήρωση.

Greek Monotonic

συγκληρόω: μέλ. -ώσω,
I. συμπεριλαμβάνω σε έναν κλήρο, εκλέγω με κλήρο, σε Πλούτ.
II. απονέμω μέσω του ίδιου κλήρου, τί τινι, σε Δημ.· συνδέω, συνάπτω, ζευγαρώνω με κάποιον, τινά τινι, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συγκληρόω: συνενῶ ἢ περιλαμβάνω εἰς ἕνα κλῆρον, συγκληρῶσαι δύο τμήματα Πλάτ. Νόμ. 745C. 2) ἐκλέγω διὰ κλήρου, δικαστήριον Πλουτ. Ἀλκιβ. 19. ΙΙ. ἀπονέμω διὰ τοῦ αὐτοῦ κλήρου, τινί τι Δημ. 183. 1˙ ἑνώνω, συνδέω, συνάπτω, τινά τινι Αἰσχίν. 52. 35. ― Παθητ., τὰ ἄλογα πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων πλεονεκτημάτων... ἔχει συγκεκληρωμένα, συγκέκτηται, Αἰλ. περὶ Ζῴων ἐν τῷ προοιμ.˙ τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ, τοὺς δὲ καταδικασθῆναι σιωπᾶν, αὐτόθι 15. 28.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to embrace in one lot, choose by lot, Plut.
II. to assign by the same lot, τί τινι Dem.: to couple with one, τινά τινι Aeschin.