ἀμάραντος: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(3) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀμάραντος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που δεν μαραίνεται, δεν ξεραίνεται, ο [[θαλερός]]<br /><b>2.</b> [[άφθαρτος]], [[διαρκής]], [[αιώνιος]]<br /><b>3.</b> [[αμάραντος]], <i>ο</i> και <i>αμάραντον</i>, το<br />[[είδος]] φυτού, αλλ. καλοκοιμιθιά, ανθονοΐδα<br />(δημοτικό [[τραγούδι]]) «<i>για ιδές τον τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει</i>».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαραίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμαράντινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμαραντοειδής]], [[αμαραντόχρους]]]. | |mltxt=-η -ο (Α [[ἀμάραντος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που δεν μαραίνεται, δεν ξεραίνεται, ο [[θαλερός]]<br /><b>2.</b> [[άφθαρτος]], [[διαρκής]], [[αιώνιος]]<br /><b>3.</b> [[αμάραντος]], <i>ο</i> και <i>αμάραντον</i>, το<br />[[είδος]] φυτού, αλλ. καλοκοιμιθιά, ανθονοΐδα<br />(δημοτικό [[τραγούδι]]) «<i>για ιδές τον τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει</i>».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαραίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμαράντινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμαραντοειδής]], [[αμαραντόχρους]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμάραντος:''' [ᾰμᾰ], -ον ([[μαραίνω]]),<br /><b class="num">I.</b>[[άφθαρτος]], [[αειθαλής]], [[αμάραντος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ο Αμάραντος, ένα αμάραντο [[λουλούδι]], σε Διόσκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω)
A unfading, λειμών Luc.Dom.9: metaph., σοφία LXX Wi.6.12; κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4, cf. CIG2942c (Tralles); πνεῦμα prob. in IPE2.286 (Panticapaeum): neut. pl. as Adv., Philostr.Im.1.9. II Subst. ἀμάραντον, τό (but in Lat. amarantus), never-fading flower, IG14.607e (Carales), Poll.1.229; = ἑλίχρυσον, Dsc.4.57; = κενταύρειον μικρόν, Ps.-Dsc.3.7; = χρυσοκόμη. Id.4.55.
German (Pape)
[Seite 116] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάραντος: [ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, σοφία Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): κληρονομία Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = ἄνθος οὐδέποτε μαραινόμενον, ἀμάραντος, Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, Πολυδ. 1. 229.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se flétrit pas;
2 ὁ ἀμάραντος amarante ou immortelle, plantes.
Étymologie: ἀ, μαραίνω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inmarchitable λειμών Luc.Dom.9, ἄνθη Apoc.Petr.5.15.
2 fig. imperecedero, inmortal σοφία LXX Sap.6.12, κληρονομία 1Ep.Petr.1.4, ζωή Orac.Sib.8.411, τῆς ἁγνείας ἀ. ἐστι στέφανος Cyr.H.Catech.5.4, ἀγάπη Nil.M.79.216A, εὔκλεια Cyr.Al.M.73.552A.
3 fig. de pers. que no se equivoca, infalible ὁ γὰρ ταύτην (sc. τὴν ἀλήθειαν) ἔχων ... ἀγήρως ἐστὶ καὶ ἀ. Pall.V.Chrys.20 (M.47.77).
II subst. τὸ ἀμάραντον, ὁ ἀ. Artem.1.77, lat. amarantos Ps.Apul.Herb.104.8
1 perpetua, amaranto, siempreviva, amarilla, Helichrysum stoechas De Candolle GVI 2005.36 (Carales), Philostr.Im.1.9, Artem.1.77, Dsc.4.57, Clem.Al.Paed.2.8.73, Poll.1.229, Ps.Apul.Herb.104.8.
2 fig. inmortalidad τῆς ἐλπίδος Origenes M.17.20C.
3 amaranto oriental, Helichrysum orientale Ps.Dsc.4.55.
4 centaurea menor, Centaurium umbellatum Gilibert, Ps.Dsc.3.7.
• Etimología: De ἀ- < *n̥- y μαραίνομαι q.u.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of μαραίνω; unfading, i.e. (by implication) perpetual: that fadeth not away.
English (Thayer)
(from μαραίνω; cf. ἀμίαντος, ἄφαντος, etc.), not fading away, unfading, perennial; Vulg. immarcescibilis: (hence, the name of the flower (Dioscorides (100 A.D.>?) 4,57, others); see ἀμαράντινος): ζωή ἀμάραντος Sibylline 8,411; Boeckh, Corp. Inscriptions ii., p. 1124, no. 2942c, 4; Lucian, Dom. c. 9).
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀμάραντος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που δεν μαραίνεται, δεν ξεραίνεται, ο θαλερός
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αμάραντος, ο και αμάραντον, το
είδος φυτού, αλλ. καλοκοιμιθιά, ανθονοΐδα
(δημοτικό τραγούδι) «για ιδές τον τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαραίνω.
ΠΑΡ. αμαράντινος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαραντοειδής, αμαραντόχρους].
Greek Monotonic
ἀμάραντος: [ᾰμᾰ], -ον (μαραίνω),
I.άφθαρτος, αειθαλής, αμάραντος, σε Καινή Διαθήκη
II. ως ουσ., ο Αμάραντος, ένα αμάραντο λουλούδι, σε Διόσκ.