άχθομαι: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(7) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄχθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[επάνω]] μου [[βάρος]], [[είμαι]] φορτωμένος<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]<br /><b>3.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄχθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[επάνω]] μου [[βάρος]], [[είμαι]] φορτωμένος<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]<br /><b>3.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Τα [[άχθομαι]] και [[άχθος]], η [[μεταξύ]] των οποίων [[σχέση]] [[είναι]] [[ασαφής]], αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «[[βάρος]], [[φορτίο]]», [[υστερογενώς]] δε σήμαινε «[[λύπη]], [[οδύνη]]». Η πρωταρχική [[σημασία]] των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. <i>άγω</i> (με τη [[σημασία]] «[[μεταφέρω]] ως [[φορτίο]]», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το [[βάρος]], [[φορτίο]] σημασίες των λέξεων), ενώ η [[προσέγγιση]] με το ρ. [[οχθώ]] («λυπούμαι πολύ, [[δοκιμάζω]] [[ψυχικό]] [[βάρος]]») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η [[υστερογενής]], πιθ. παρετυμολογική, [[σύνδεση]] με τα φωνητικά όμοια [[άχομαι]], [[άχνυμαι]] (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά [[λύπη]], [[στενοχώρια]]) συνετέλεσε στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[άχθομαι]], [[άχθος]] στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[επάχθομαι]], [[συνάχθομαι]], [[υπεράχθομαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄχθομαι (Α)
1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος
2. στενοχωριέμαι, υποφέρω
3. αγανακτώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «βάρος, φορτίο», υστερογενώς δε σήμαινε «λύπη, οδύνη». Η πρωταρχική σημασία των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. άγω (με τη σημασία «μεταφέρω ως φορτίο», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το βάρος, φορτίο σημασίες των λέξεων), ενώ η προσέγγιση με το ρ. οχθώ («λυπούμαι πολύ, δοκιμάζω ψυχικό βάρος») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η υστερογενής, πιθ. παρετυμολογική, σύνδεση με τα φωνητικά όμοια άχομαι, άχνυμαι (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά λύπη, στενοχώρια) συνετέλεσε στη σημασιολογική εξέλιξη των άχθομαι, άχθος στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».
ΣΥΝΘ. αρχ. επάχθομαι, συνάχθομαι, υπεράχθομαι].