ψῦχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(47c)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br />[[γιορτή]] στην [[μνήμη]] τών [[νεκρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γεν. πληθ. <i>τῶν ψυχῶν</i>, που εκλήφθηκε ως αιτ. <i>τὸν ψυχόν</i>].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψυγός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br />[[γιορτή]] στην [[μνήμη]] τών [[νεκρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γεν. πληθ. <i>τῶν ψυχῶν</i>, που εκλήφθηκε ως αιτ. <i>τὸν ψυχόν</i>].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψυγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῦχος:''' -εος, τό ([[ψύχω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κρύο]], [[ψύχρα]], <i>ἐν ψύχει</i>, τον χειμώνα, σε Σοφ.· ἐν τῷ ψύχει [[καθηῦδον]], μέσα στο [[κρύο]], σε Πλάτ.· πληθ., <i>ψύχεα</i>, Αττ. <i>ψύχη</i>, Λατ. frigora, [[παγετός]], ψυχρή [[κατάσταση]] της ατμόσφαιρας, [[κρύος]] [[καιρός]], [[ψύχρα]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ψύχρα]], [[δροσιά]], <i>ψύχεος ἱμείρων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., [[ψῦχος]] ἐν δόμοις [[πέλει]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῦχος Medium diacritics: ψῦχος Low diacritics: ψύχος Capitals: ΨΥΧΟΣ
Transliteration A: psŷchos Transliteration B: psychos Transliteration C: psychos Beta Code: yu=xos

English (LSJ)

εος, τό, (

   A ψύχω 11) cold, Emp.65.2; opp. θάλπος, Hp.Aph.3.4; opp. ἀλέα, Arist.HA598a1; opp. καύματα, Id.Mete.362b17; ἐν ψύχει in winter-time, S.Ph.17; ἐν τῷ ψ. καθηῦδον Pl.Smp.220d; ψ., = ῥῖγος, Hermipp.97: pl. ψύχεα frosts, cold weather, Hdt.4.28, 129, 5.10; ψύχη X.Oec.5.4, Cyn.5.9; ἐν τοῖς σφόδρα ψ. καὶ ἐν ταῖς σφόδρα ἀλέαις Arist.HA599a19, cf. Mete.379a26; sg., Hp.VM16.    2 once in Hom., coolness, ψύχεος ἱμείρων Od.10.555: metaph., ψ. ἐν δόμοις πέλει A.Ag.971.

German (Pape)

[Seite 1404] τό, Kühle, Abkühlung, Erfrischung, Od. 10, 555; Kälte, Frost, ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνθάκησις Soph. Phil. 17; ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Plat. Conv. 220 d; öfters bei Her., der auch den plur. ψύχεα braucht, 4, 38, wie Xen. Oec. 5, 3 Cyn. 5, 9. – Uebertr., Unglück, Aesch. Ag. 945. – [Wegen der Länge des υ ist die Betonung ψύχος falsch.]

Greek (Liddell-Scott)

ψῦχος: -εος, τό, (ψύχω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς ψύχρα, κρύον, Ἐμπεδ. 330· ἀντίθετον τῷ θάλπος, Ἱππ. 1246· ἀντίθετον τῷ ἀλέω, Ἀριστοτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 13, 1· τῷ καύματα, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 5, 15· ἐν ψύχει, ἐν ὥρᾳ χειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 17· ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Πλάτ. Συμπ. 220D· -ἐν τῷ πληθ. ψύχεα, ὡς τὸ Λατινικ. frigora, παγετός, ψυχρὰ κατάστασις τῆς ἀτμοσφαίρας, ψύχρα, Ἡρόδ. 4. 28, 239., 5. 10· οὕτω ψύχη Ξεν. Οἰκον. 5, 4, Κυν. 5, 9· ἐν τοῖς σφόδρα ψύχεσι καὶ ἐν ταῖς σφόδρα ἀλέαις Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 13, 16, πρβλ. Μετεωρολ. 4. 1, 10. 2) μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ «δροσιά», ἀνάψυξις, ψύχεος ἱμείρων, «τουτέστι ἀναψῦξαι θέλων καὶ αὔρας ἐπιθυμῶν διὰ τὸ ἐκ τῆς μέθης τυχὸν πνῖγος» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 555· οὕτω μεταφορ., ψ. ἐν δόμοις πέλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 971.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 souffle frais, fraîcheur, froid;
2 saison froide, hiver ; fig. malheur.
Étymologie: R. Ψυχ, souffler ; cf. ψυχή.

English (Autenrieth)

εος (ψύχω): cold, coolness, Od. 10.555†.

English (Thayer)

(R G Tr WH), more correctly ψῦχος (L T; cf. (Tdf. Proleg., p. 102); Lipsius, Grammat. Untersuch., p. 44 f), ψύχους, τό, (ψύχω, which see), from Homer down, cold: קֹר, קָרָה, Job 37:8.

Greek Monolingual

το / ψῡχος, ΝΜΑ
έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα
αρχ.
1. δροσιά
2. μτφ. λύπη
3. φρ. «ἐν ψύχει» — κατά τον χειμώνα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψύχω (II)].

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
γιορτή στην μνήμη τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. πληθ. τῶν ψυχῶν, που εκλήφθηκε ως αιτ. τὸν ψυχόν].———————— (II)
ὁ, Α
βλ. ψυγός.

Greek Monotonic

ψῦχος: -εος, τό (ψύχω
1. κρύο, ψύχρα, ἐν ψύχει, τον χειμώνα, σε Σοφ.· ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, μέσα στο κρύο, σε Πλάτ.· πληθ., ψύχεα, Αττ. ψύχη, Λατ. frigora, παγετός, ψυχρή κατάσταση της ατμόσφαιρας, κρύος καιρός, ψύχρα, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. ψύχρα, δροσιά, ψύχεος ἱμείρων, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ψῦχος ἐν δόμοις πέλει, σε Αισχύλ.