αγανακτώ: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -χτώ και -[[κτίζω]] και -[[χτίζω]] [Α ἀγανακτῶ (-έω)]<br />[[δυσανασχετώ]], δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι <b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[αποκτώ]] [[κάτι]] με [[δυσκολία]], στενοχωριέμαι, [[δεινοπαθώ]]<br /><b>2.</b> [[αδημονώ]]<br /><b>3.</b> κουράζομαι, αποκάνω, [[απαυδώ]]<br /><b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[εξοργίζω]], [[εκνευρίζω]], [[εξερεθίζω]]<br /><b>2.</b> [[καταπονώ]] ψυχικά κάποιον, τον [[στενοχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[επίδραση]] του ψύχους στο [[σώμα]]) [[αισθάνομαι]] έντονο ερεθισμό<br /><b>2.</b> (για το [[κρασί]]) [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br /><b>3.</b> [[παρουσιάζω]] εξωτερικά [[σημεία]] λύπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιη, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγανέω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγαμαι]], [[ἀγάομαι]], [[εκφραστικός]] [[σχηματισμός]] με θεματική [[παρέκταση]] -<i>ακτέω</i> ( | |mltxt=και -χτώ και -[[κτίζω]] και -[[χτίζω]] [Α ἀγανακτῶ (-έω)]<br />[[δυσανασχετώ]], δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι <b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[αποκτώ]] [[κάτι]] με [[δυσκολία]], στενοχωριέμαι, [[δεινοπαθώ]]<br /><b>2.</b> [[αδημονώ]]<br /><b>3.</b> κουράζομαι, αποκάνω, [[απαυδώ]]<br /><b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[εξοργίζω]], [[εκνευρίζω]], [[εξερεθίζω]]<br /><b>2.</b> [[καταπονώ]] ψυχικά κάποιον, τον [[στενοχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[επίδραση]] του ψύχους στο [[σώμα]]) [[αισθάνομαι]] έντονο ερεθισμό<br /><b>2.</b> (για το [[κρασί]]) [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br /><b>3.</b> [[παρουσιάζω]] εξωτερικά [[σημεία]] λύπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιη, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγανέω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγαμαι]], [[ἀγάομαι]], [[εκφραστικός]] [[σχηματισμός]] με θεματική [[παρέκταση]] -<i>ακτέω</i> (πρβλ. [[ὑλάω]]- [[ὑλακτέω]]) ή <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγανέκτης</i>, <i>ἀγανάκτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγαν]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>. Πρβλ. <i>πλεονεκτῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλεονέκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγανακτητικός]], [[ἀγανακτητός]], [[ἀγανάκτησις]], [[ἀγανακτικός]] <b>μσν.</b> <i>ἀγανάκτημα</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ἀγανακτημένος</i>, <i>ἀγανάκτητος</i>, <i>ἀγαναχτίζω</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 23 December 2018
Greek Monolingual
και -χτώ και -κτίζω και -χτίζω [Α ἀγανακτῶ (-έω)]
δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι
νεοελλ.
Ι (αμτβ.)
1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ
2. αδημονώ
3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ
(μτβ.)
1. εξοργίζω, εκνευρίζω, εξερεθίζω
2. καταπονώ ψυχικά κάποιον, τον στενοχωρώ
αρχ.
1. (για την επίδραση του ψύχους στο σώμα) αισθάνομαι έντονο ερεθισμό
2. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση, βράζω
3. παρουσιάζω εξωτερικά σημεία λύπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη, πιθ. < ἀγανέω < ἄγαμαι, ἀγάομαι, εκφραστικός σχηματισμός με θεματική παρέκταση -ακτέω (πρβλ. ὑλάω- ὑλακτέω) ή < ἀγανέκτης, ἀγανάκτης < ἄγαν + ἔχω. Πρβλ. πλεονεκτῶ < πλεονέκτης < πλέον + ἔχω.
ΠΑΡ. ἀγανακτητικός, ἀγανακτητός, ἀγανάκτησις, ἀγανακτικός μσν. ἀγανάκτημα
νεοελλ.
ἀγανακτημένος, ἀγανάκτητος, ἀγαναχτίζω].