Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλαζών: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-όνος), ο, η (Α [[ἀλαζών]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, [[υπερήφανος]], [[υπερόπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αγύρτης]], [[τσαρλατάνος]], [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ἀλαζών]]-<i>όνος</i> προήλθε από το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i>, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική [[φυλή]]. Επομένως το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i> με σημασιολογική [[επέκταση]] και παράλληλη μορφολογική [[εξέλιξη]] χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στις γαλλικές <i>le vandale</i> (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[κτηνώδης]], [[βίαιος]], [[βάναυσος]], [[αγράμματος]]») και <i>ostrogoth</i> (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[αγροίκος]], [[οργίλος]], [[δύστροπος]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> και νεοελλ. [[βάνδαλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαζονεύομαι]], [[αλαζονικός]]].
|mltxt=(-όνος), ο, η (Α [[ἀλαζών]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, [[υπερήφανος]], [[υπερόπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αγύρτης]], [[τσαρλατάνος]], [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ἀλαζών]]-<i>όνος</i> προήλθε από το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i>, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική [[φυλή]]. Επομένως το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i> με σημασιολογική [[επέκταση]] και παράλληλη μορφολογική [[εξέλιξη]] χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στις γαλλικές <i>le vandale</i> (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[κτηνώδης]], [[βίαιος]], [[βάναυσος]], [[αγράμματος]]») και <i>ostrogoth</i> (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[αγροίκος]], [[οργίλος]], [[δύστροπος]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> και νεοελλ. [[βάνδαλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαζονεύομαι]], [[αλαζονικός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλαζών:''' [ᾰλ], -όνος, ὁ, ἡ ([[ἄλη]]), [[κυρίως]],<br /><b class="num">I.</b> περιπλανώμενος, [[πλανόδιος]]· [[έπειτα]], αυτός που [[ψευδώς]] κομπάζει, [[απατεώνας]], [[τσαρλατάνος]], για τους Σοφιστές, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], [[φανφαρόνος]], Λατ. [[gloriosus]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζών Medium diacritics: ἀλαζών Low diacritics: αλαζών Capitals: ΑΛΑΖΩΝ
Transliteration A: alazṓn Transliteration B: alazōn Transliteration C: alazon Beta Code: a)lazw/n

English (LSJ)

[ᾰλ], όνος, ὁ, ἡ, (ἄλη) prop.

   A wanderer about country, vagrant, Alc. Com.31.    II charlatan, quack, esp. of Sophists, Cratin.380, Ar.Nu.102, Pl.Chrm.173c, al.    2 braggart, boaster, X.Cyr.2.2.12, Arist.EN1127a21; title of play by Men.    3 Adj., boastful, pretentious, Hdt.6.12; ἀ. λόγοι Pl.R.560c: Comp. -έστερος Suid. s.v. εἴρων: Sup., ἡδονὴ ἀλαζονίστατον most shameless, Pl. Phlb.65c. Adv. Sup. -έστατα, δρω-ν Ael.NA4.29.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ, ἡ)
I. propr. vagabond;
II. d’où 1 charlatan, imposteur;
2 glorieux, vantard, fanfaron.
Étymologie: ἀλάομαι.

Spanish (DGE)

-όνος

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [sup. neutr. -έστατα Ael.NA 4.29; -ίστατον Pl.Phlb.65c; masc. -ίστατος D.Chr.55.20]
I 1fanfarrón, jactancioso, vanidoso, charlatán de pers. λόγων ἀλαζόνα Archil.63, cf. Hdt.6.12, Cratin.375, Pl.R.486b, X.Cyr.2.2.12, Mem.1.7.2, Arist.EN 1127a21, EE 1221a24, Men.Pc.268, Thphr.Char.23.1, Plb.38.7.1, Luc.Pisc.21, Herm.12, Plu.Per.12, LXX Ib.28.8, D.C.67.2, Chrys.M.57.227, de Sócrates y los sofistas, Ar.Nu.102, 449, 1492, Pl.Chrm.173c, del falso médico, Hp.Morb.Sacr.1.4, cf. ὁ δ' εἴρων ... ἀλαζόνος εἶδος Phld.Vit.21.38
de abstr. λόγοι Pl.R.560c, Philostr.VA 7.4, ἡδονή Pl.Phlb.65c, αὐθάδεια 1Ep.Clem.57.2, ἔπαινος Philostr.VS 582, τέχνη φίλαυτος καὶ ἀ. Philostr.VS 616, VA 7.16
Ἀλαζών El (soldado) fanfarrón tít. de una pieza anónima de la comedia nueva que Plauto imitó en el Miles Gloriosus Plaut.Mil.86
neutr. sup. plu. como adv. -έστατα δρῶν Ael.NA 4.29.
2 jactancioso c. idea de falsedad, Ar.Ach.109, 373, Eq.269, Ra.909
mentiroso, fingido de Odiseo, Pl.Hp.Mi.369e
de cosas vano, sin fruto στάχυς Plu.2.81b.
3 grandilocuente ἡ Ῥωμαίων φωνή Gr.Thaum.Pan.Or.1.40.
II vagabundo Alc.Com.37.

• Etimología: Prob. es el n. de un pueblo del S. de Rusia, los Ἀλαζῶνες Hdt.4.17, 52 (var.).

English (Strong)

from ale (vagrancy); braggart: boaster.

English (Thayer)

(ονος, ὁ, ἡ (ἄλη, wandering) (from Aristophanes on), an empty pretender, a boaster: Trench, § xxix.; Tittmann i., p. 73 f; Schmidt, chapter 172,2.)

Greek Monolingual

(-όνος), ο, η (Α ἀλαζών)
ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης
αρχ.
ως ουσ.
1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί
2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας
3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ἀλαζών-όνος προήλθε από το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική φυλή. Επομένως το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες με σημασιολογική επέκταση και παράλληλη μορφολογική εξέλιξη χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια εξέλιξη παρατηρείται και στις γαλλικές le vandale (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ επέκταση «κτηνώδης, βίαιος, βάναυσος, αγράμματος») και ostrogoth (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ επέκταση «αγροίκος, οργίλος, δύστροπος»)
πρβλ. και νεοελλ. βάνδαλος.
ΠΑΡ. αλαζονεύομαι, αλαζονικός].

Greek Monotonic

ἀλαζών: [ᾰλ], -όνος, ὁ, ἡ (ἄλη), κυρίως,
I. περιπλανώμενος, πλανόδιος· έπειτα, αυτός που ψευδώς κομπάζει, απατεώνας, τσαρλατάνος, για τους Σοφιστές, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
II. ως επίθ., κομπορρήμων, καυχησιάρης, φανφαρόνος, Λατ. gloriosus, σε Ηρόδ., Πλάτ.