άλιος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> ως [[προσδιορισμός]] θεών, [[νυμφών]] κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλιεύς]], <b>αρχ.</b> [[άλιας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐνάλιος]], [[εἰνάλιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλιόφως</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] για πράγματα) [[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άκαρπος]], [[άσκοπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἅλιον</i><br />[[μάταια]], άσκοπα, ανώφελα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία ποιητική, και [[μάλιστα]] επική, [[λέξη]] που αντικαταστάθηκε [[κατόπιν]] από το [[επίθετο]] [[μάταιος]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. [[ἠλίθιος]] «[[μάταιος]], [[ανωφελής]]», [[ἠλάσκω]] «[[περιπλανώμαι]], περιφέρομαι» και [[περαιτέρω]] με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]» δεν εξηγεί τη δάσυνση του τ. [[ἅλιος]]. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική [[σύνδεση]] του επιθ. με τις λ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]», [[ἅλιος]] «[[θαλασσινός]]». Η σημασιολογική [[συγγένεια]] του επιθ. [[ἅλιος]] «[[μάταιος]]» με τη [[φράση]] «<i>εἰς [[ὕδωρ]] γράφειν</i>» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική [[προέλευση]] του επιθ. από το ουσ. <i>ἅλς</i>. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η συχνή [[χρήση]] του επιθ. με το ουσ. [[βέλος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι αρχικά το επίθ. [[ἅλιος]] προσδιόριζε το ουσ. [[βέλος]] και σήμαινε «[[βέλος]] που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη [[θάλασσα]]». Άρα, σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], το [[επίθετο]] [[ἅλιος]] σήμαινε αρχικά «[[άστοχος]]», από όπου η [[σημασία]] «[[ανώφελος]], [[άσκοπος]]» και, κατ [[επέκταση]], «ματαιος».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁλιῶ</i>].———————— <b>(III)</b><br />[[ἅλιος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δωρικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἥλιος]]<br /><b>2.</b> <b>Φιλοσ.</b> [[ἁλίζω]]<br />ο [[αριθμός]] [[εννέα]] στους Πυθαγόρειους.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> ως [[προσδιορισμός]] θεών, [[νυμφών]] κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλιεύς]], <b>αρχ.</b> [[άλιας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐνάλιος]], [[εἰνάλιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλιόφως</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] για πράγματα) [[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άκαρπος]], [[άσκοπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἅλιον</i><br />[[μάταια]], άσκοπα, ανώφελα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία ποιητική, και [[μάλιστα]] επική, [[λέξη]] που αντικαταστάθηκε [[κατόπιν]] από το [[επίθετο]] [[μάταιος]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. [[ἠλίθιος]] «[[μάταιος]], [[ανωφελής]]», [[ἠλάσκω]] «[[περιπλανώμαι]], περιφέρομαι» και [[περαιτέρω]] με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]» δεν εξηγεί τη δάσυνση του τ. [[ἅλιος]]. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική [[σύνδεση]] του επιθ. με τις λ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]», [[ἅλιος]] «[[θαλασσινός]]». Η σημασιολογική [[συγγένεια]] του επιθ. [[ἅλιος]] «[[μάταιος]]» με τη [[φράση]] «<i>εἰς [[ὕδωρ]] γράφειν</i>» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική [[προέλευση]] του επιθ. από το ουσ. <i>ἅλς</i>. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η συχνή [[χρήση]] του επιθ. με το ουσ. [[βέλος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι αρχικά το επίθ. [[ἅλιος]] προσδιόριζε το ουσ. [[βέλος]] και σήμαινε «[[βέλος]] που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη [[θάλασσα]]». Άρα, σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], το [[επίθετο]] [[ἅλιος]] σήμαινε αρχικά «[[άστοχος]]», από όπου η [[σημασία]] «[[ανώφελος]], [[άσκοπος]]» και, κατ [[επέκταση]], «ματαιος».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁλιῶ</i>].<br /><b>(III)</b><br />[[ἅλιος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δωρικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἥλιος]]<br /><b>2.</b> <b>Φιλοσ.</b> [[ἁλίζω]]<br />ο [[αριθμός]] [[εννέα]] στους Πυθαγόρειους.
}}
}}

Revision as of 12:39, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἅλιος, -ία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος
2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς.
ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος
νεοελλ.
αλιόφως].
(II)
ἅλιος, -ία, -ον (Α)
1. (συνήθως για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άκαρπος, άσκοπος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἅλιον
μάταια, άσκοπα, ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία ποιητική, και μάλιστα επική, λέξη που αντικαταστάθηκε κατόπιν από το επίθετο μάταιος. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. ἠλίθιος «μάταιος, ανωφελής», ἠλάσκω «περιπλανώμαι, περιφέρομαι» και περαιτέρω με το ρ. ἀλῶμαι «περιπλανώμαι» δεν εξηγεί τη δάσυνση του τ. ἅλιος. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση του επιθ. με τις λ. ἅλς «θάλασσα», ἅλιος «θαλασσινός». Η σημασιολογική συγγένεια του επιθ. ἅλιος «μάταιος» με τη φράση «εἰς ὕδωρ γράφειν» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική προέλευση του επιθ. από το ουσ. ἅλς. Κατ’ άλλη άποψη, η συχνή χρήση του επιθ. με το ουσ. βέλος οδηγεί στην υπόθεση ότι αρχικά το επίθ. ἅλιος προσδιόριζε το ουσ. βέλος και σήμαινε «βέλος που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη θάλασσα». Άρα, σύμφωνα με την ίδια άποψη, το επίθετο ἅλιος σήμαινε αρχικά «άστοχος», από όπου η σημασία «ανώφελος, άσκοπος» και, κατ επέκταση, «ματαιος».
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιῶ].
(III)
ἅλιος, ο (Α)
1. δωρικός τύπος αντί του ἥλιος
2. Φιλοσ. ἁλίζω
ο αριθμός εννέα στους Πυθαγόρειους.