ανακατώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
(3)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[αναδεύω]], [[ανακινώ]], [[αναταράζω]]<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα πράγματα [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φυσική]] και κανονική [[θέση]] τών πραγμάτων, [[επιφέρω]] [[αταξία]], [[σύγχυση]], [[ακαταστασία]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] [[τάση]] για εμετό<br /><b>5.</b> [[συγχέω]], [[μπερδεύω]]<br /><b>6.</b> [[συγχύζω]], [[εξοργίζω]], [[στενοχωρώ]]<br /><b>7.</b> [[εμπλέκω]] κάποιον σε [[ξένη]] [[υπόθεση]]<br /><b>8.</b> [[δημιουργώ]] σκάνδαλα και διχόνοιες, [[διαβάλλω]], [[ραδιουργώ]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστρέφομαι]], σχετίζομαι όχι για καλό<br /><b>2.</b> [[ασχολούμαι]], επιδίδομαι<br /><b>3.</b> [[συμμετέχω]], [[επεμβαίνω]] σε [[ξένη]] [[υπόθεση]]<br /><b>4.</b> [[αισθάνομαι]] [[τάση]] για εμετό<br /><b>5.</b> (η μτχ. στη φρ.) «ανακατωμένος ο ερχόμενος» ([[παρωδία]] του ευαγγελικού «ευλογημένος ο ερχόμενος»)<br />χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεχυμένα πράγματα και [[λόγια]] ή [[ταραχή]] και [[αναστάτωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανάκατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακάτωμα]], [[ανακατωμός]], [[ανακάτωση]], [[ανακατωσιά]], [[ανακάτωτος]], [[ανακατωτός]]].
|mltxt=Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[αναδεύω]], [[ανακινώ]], [[αναταράζω]]<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα πράγματα [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φυσική]] και κανονική [[θέση]] τών πραγμάτων, [[επιφέρω]] [[αταξία]], [[σύγχυση]], [[ακαταστασία]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] [[τάση]] για εμετό<br /><b>5.</b> [[συγχέω]], [[μπερδεύω]]<br /><b>6.</b> [[συγχύζω]], [[εξοργίζω]], [[στενοχωρώ]]<br /><b>7.</b> [[εμπλέκω]] κάποιον σε [[ξένη]] [[υπόθεση]]<br /><b>8.</b> [[δημιουργώ]] σκάνδαλα και διχόνοιες, [[διαβάλλω]], [[ραδιουργώ]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστρέφομαι]], σχετίζομαι όχι για καλό<br /><b>2.</b> [[ασχολούμαι]], επιδίδομαι<br /><b>3.</b> [[συμμετέχω]], [[επεμβαίνω]] σε [[ξένη]] [[υπόθεση]]<br /><b>4.</b> [[αισθάνομαι]] [[τάση]] για εμετό<br /><b>5.</b> (η μτχ. στη φρ.) «ανακατωμένος ο ερχόμενος» ([[παρωδία]] του ευαγγελικού «ευλογημένος ο ερχόμενος»)<br />χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεχυμένα πράγματα και [[λόγια]] ή [[ταραχή]] και [[αναστάτωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανάκατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακάτωμα]], [[ανακατωμός]], [[ανακάτωση]], [[ανακατωσιά]], [[ανακάτωτος]], [[ανακατωτός]]].
}}
{{trml
|trtx====[[mix]]===
Arabic: خَلَطَ‎, مَزَجَ‎; Egyptian Arabic: خلط‎; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝, 撈; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: [[mengen]]; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: [[mélanger]]; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: [[mischen]], [[vermischen]], [[vermengen]], [[mixen]]; Greek: [[αναμειγνύω]], [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]; Ancient Greek: [[μειγνύω]], [[μιγνύω]], [[μίγνυμι]], [[μείγνυμι]], [[κεράννυμι]]; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: [[mischiare]], [[mixare]], [[mescolare]]; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە‎; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: [[misceō]], [[remisceō]]; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German German Low German: [[mengen]]; Macedonian: меша, измеша, помеша; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن‎; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: [[misturar]]; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: [[смешивать]], [[смешать]], [[мешать]], [[помешать]], [[размешать]]; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Spanish: [[mezclar]]; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا‎; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן‎
}}
}}

Revision as of 11:14, 29 March 2023

Greek Monolingual

Ι. ενεργ.
1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω
2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους
3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία
4. προκαλώ τάση για εμετό
5. συγχέω, μπερδεύω
6. συγχύζω, εξοργίζω, στενοχωρώ
7. εμπλέκω κάποιον σε ξένη υπόθεση
8. δημιουργώ σκάνδαλα και διχόνοιες, διαβάλλω, ραδιουργώ
ΙΙ. μέσ.
1. συναναστρέφομαι, σχετίζομαι όχι για καλό
2. ασχολούμαι, επιδίδομαι
3. συμμετέχω, επεμβαίνω σε ξένη υπόθεση
4. αισθάνομαι τάση για εμετό
5. (η μτχ. στη φρ.) «ανακατωμένος ο ερχόμενος» (παρωδία του ευαγγελικού «ευλογημένος ο ερχόμενος»)
χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεχυμένα πράγματα και λόγια ή ταραχή και αναστάτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος.
ΠΑΡ. ανακάτωμα, ανακατωμός, ανακάτωση, ανακατωσιά, ανακάτωτος, ανακατωτός].

Translations

mix

Arabic: خَلَطَ‎, مَزَجَ‎; Egyptian Arabic: خلط‎; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝, 撈; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναμειγνύω, αναμιγνύω, ανακατεύω; Ancient Greek: μειγνύω, μιγνύω, μίγνυμι, μείγνυμι, κεράννυμι; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە‎; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceō, remisceō; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German German Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن‎; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Spanish: mezclar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا‎; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן‎