Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνεπίμικτος: Difference between revisions

From LSJ
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίμικτος]], -ον (Α) [[επίμικτος]]<br /><b>1.</b> μη αναμεμιγμένος με [[κάτι]], [[καθαρός]] από [[ξένη]] [[πρόσμιξη]]<br /><b>2.</b> μη ερχόμενος σε [[επαφή]] με άλλους, [[ακοινώνητος]], αποξενωμένος<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) μη συχναζόμενος από ξένους<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανεπίμικτον</i><br />η [[ανεπιμιξία]].
|mltxt=[[ἀνεπίμικτος]], -ον (Α) [[επίμικτος]]<br /><b>1.</b> μη αναμεμιγμένος με [[κάτι]], [[καθαρός]] από [[ξένη]] [[πρόσμιξη]]<br /><b>2.</b> μη ερχόμενος σε [[επαφή]] με άλλους, [[ακοινώνητος]], αποξενωμένος<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) μη συχναζόμενος από ξένους<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανεπίμικτον</i><br />η [[ανεπιμιξία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίμικτος:''' -ον ([[ἐπιμίγνυμι]]), μη αναμεμιγμένος με άλλους, [[ακοινώνητος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίμικτος Medium diacritics: ἀνεπίμικτος Low diacritics: ανεπίμικτος Capitals: ΑΝΕΠΙΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anepímiktos Transliteration B: anepimiktos Transliteration C: anepimiktos Beta Code: a)nepi/miktos

English (LSJ)

ον,

   A unmixed with, τῷ ἔξω Arist. Spir.483b1; pure from, ῥυπαρίας Dsc.5.126, cf. Eup. Praef., Eustr.in EN294.12: abs., σπέρματα J.AJ4.8.20, cf. Max.Tyr.40.6.    II avoiding contact, Epicur.Sent.39; not mixing with others, unsocial, βίος ἀ. ὁμιλίαις Plu.2.438c; δίαιτα ἀ. Id.Rom.3; τό ἀ., = ἀνεπιμιξία, Str.8.1.2: of a country, unfrequented, unvisited, ξενικαῖς δυνάμεσι D.S.5.21, cf. Plu. 2.604b; ψυχὴ ἀ. πάθεσι ib.989c; ποιῆσαί τι ἀ. ἑαυτῷ to make it alien from oneself, D.S.5.17, cf. Phld.Rh.1.121S.

German (Pape)

[Seite 224] 1) unvermischt, Arist. spir. 5, 4; rein, ῥυπαρίας, von Schmutz, Diosc.; ἀνεπιμίκτους τοῖς πάθεσι ψυχάς Plut. Gryll. 6; ἀν. καὶ ἄχραντος τῆς ἄλλης Ἑλλάδος Phryn. p. 355. – 2) ungesellig, nicht verkehrend, ἀνθρώπων, mit Menschen, Strabo; βίος Plut. Rom. 3; von einem Lande, unbesucht, Diod. Sic. 5, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίμικτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιμιγνύμενος, ἄμικτος, ἀνεπίμικτος τῷ ἔξω Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 4: καθαρὸς ἀπό τινος, ἀνεπίμικτος ῥυπαρίας, ἀναφέρεται ὡς εἰλημμένον ἐκ τοῦ Διοσκ. ΙΙ. ὁ μὴ μετ’ ἄλλων ἀναμιγνυόμενος, ἀκοινώνητος, βίος ἀνεπ. ὁμιλίαις Πλούτ. 2. 438C· δίαιτα ἀνεπ. ὁ αὐτ. Ρωμ. 3· τό ἀνεπίμικτον, = ἡ ἀνεπιμιξία, Στράβ. 333: ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ συχναζομένη, ἣν δὲν ἐπισκέπτονται ξένοι, αὕτη ... ἐνεπίμικτος ἐγένετο ξενικαῖς δυνάμεσιν Διόδ. 5. 21, πρβλ. Πλούτ. 2. 604Β· οὕτω, ψυχὴ ἀνεπίμικτος πάθεσιν αὐτόθι 989C· ποιεῖσθαί τι ἀνεπ. ἑαυτῷ, ἀποξενῶ τι ἀπ’ ἐμαυτοῦ, «ἵνα οὖν ἀνεπιβούλευτον ἔχωσι τὴν κτῆσιν, ἀνεπίμικτον ἑαυτοῖς ἐποίησαν τὸν ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ πλοῦτον» Διόδ. 5. 17. - Ἐπίρρ. ἀνεπιμίκτως Πολυδ. Ε΄, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se mêle pas à, sans relations avec, insociable, sauvage ; en parl. d’un pays non fréquenté, non visité par, τινι.
Étymologie: ἀ, ἐπιμίγνυμι.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἀνεπίμεικ- Epicur.Sent.[5] 39
I de cosas no mezclado ἀνεπίμικτος τῷ ἔξω (el aire de dentro) no mezclado con el de fuera Arist.Spir.483b1
limpio de c. gen. ῥυπαρίας Dsc.5.126, ἑτέρου γένους Dsc.Eup.praef., ἡ κακία τῆς φθορᾶς ἀνεπίμικτος Eustr.in EN 294.12
abs. καθαρὰ τὰ σπέρματα καὶ ἀνεπίμικτα I.AI 4.228.
II fig.
1 abs. alejado, aislado, separado de pers. ἀ. γίγνεται Epicur.l.c.
subst. τὸ ἀ. aislamiento de los dorios, Str.8.1.2, cf. I.Ap.1.68
de abstr. τελεί[ω] ς ἀνεπιμείκτους [δ] ιδάσκων τὰς δυ[ν] άμεις enseñando que las potencias están totalmente separadas Epicur.Fr.[20] 5.27, cf. Phld.Rh.p.215Aur., δίαιτα Plu.Rom.3, cf. Max.Tyr.40.6.
2 c. dat. no mezclado con, alejado de de concr. (νῆσος) ... ξενικαῖς δυνάμεσιν D.S.5.21, ἀνεπίμικτον ἑαυτοῖς ἐποίησαν ... τὸν ... πλοῦτον mantuvieron la riqueza (en oro y plata) ajena a ellos mismos D.S.5.17, ἀπῳκισμένοις ἀνεπίμικτα ποιεῖ τὰ ἄλλα Plu.2.604b, de abstr. βίον ... ἀνεπίμικτον ... ὁμιλίαις Plu.2.438c, τὰς ψυχὰς ἀνεπιμίκτους πάθεσι las almas alejadas de las pasiones Plu.2.989c.
III adv. -ως sin mezcla Poll.5.139.

Greek Monolingual

ἀνεπίμικτος, -ον (Α) επίμικτος
1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη
2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος
3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους
4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτον
η ανεπιμιξία.

Greek Monotonic

ἀνεπίμικτος: -ον (ἐπιμίγνυμι), μη αναμεμιγμένος με άλλους, ακοινώνητος, σε Πλούτ.