ἐκτίνω: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[εκτείνω]] (AM [[ἐκτίνω]] και [[ἐκτείνω]]) το [[εκτίω]] νεώτ. εσφ. [[τύπος]] του [[εκτίνω]]<br />[[πληρώνω]], [[πληρώνω]] εντελώς, [[ξεπληρώνω]], [[εξοφλώ]] ([[ιδίως]] για [[ποινή]], [[πρόστιμο]] <b>κ.λπ.</b>) («εκτίνει, εξέτισε την [[ποινή]] του στις φυλακές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] [[κάτι]], [[ανταμείβω]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> «[[ἐκτείνω]] τίσιν ή [[δίκην]]» — [[πληρώνω]] [[πρόστιμο]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (μέσ., -ομαι)<br />[[απαιτώ]] ακέραια την [[πληρωμή]] για [[κάτι]], εκδικούμαι, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]. | |mltxt=και [[εκτείνω]] (AM [[ἐκτίνω]] και [[ἐκτείνω]]) το [[εκτίω]] νεώτ. εσφ. [[τύπος]] του [[εκτίνω]]<br />[[πληρώνω]], [[πληρώνω]] εντελώς, [[ξεπληρώνω]], [[εξοφλώ]] ([[ιδίως]] για [[ποινή]], [[πρόστιμο]] <b>κ.λπ.</b>) («εκτίνει, εξέτισε την [[ποινή]] του στις φυλακές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] [[κάτι]], [[ανταμείβω]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> «[[ἐκτείνω]] τίσιν ή [[δίκην]]» — [[πληρώνω]] [[πρόστιμο]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (μέσ., -ομαι)<br />[[απαιτώ]] ακέραια την [[πληρωμή]] για [[κάτι]], εκδικούμαι, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκτίνω:''' [ῐ], μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἐξέτῑσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξοφλώ]], [[αποπληρώνω]] τα χρέη μου, σε Ηρόδ., Αττ.· [[δίκην]] ἐκτ., [[εκτίω]] ολόκληρη την [[ποινή]], σε Ευρ.· <i>τινός</i>, για [[κάτι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[αξιώνω]], [[απαιτώ]], [[επιτάσσω]] πλήρη [[πληρωμή]] για [[κάτι]], εκδικούμαι, [[τιμωρώ]], με αιτ. πράγμ., σε Σοφ., Ευρ.· [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], <i>τινά</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τείσω: aor. 1 ἐξέτεισα: pf.
A ἐκτέτεικα D.40.52:— pay off, pay in full, [ζημίην] χίλια τάλαντα Hdt.6.92; εὐεργεσίας Id.3.47; Ἄργει δ' ἐκτίνων τροφάς making a return for bringing one up, A.Th.548; χάριτας πατρῴας E.Or.453, etc.; τροφεῖα Pl.R.520b; ἔκ τινα τῖσαι ἀμοιβήν Maiist.40; δίκην ἐ. pay full penalty, E.El.260, Lys. 23.14; τινός for a thing, Hdt.9.94; so τίσιν ἐ. τινί Id.6.72; ἄποινα ib.79; ἐ. βλάβην to make it good, Pl.Lg.936e, cf. A.Ag.1562 (lyr.), 1582; τὸ βλάβος D.21.43; δίκην ἐ. ὑπὲρ χρημάτων Is.10.15. II Med., exact full payment for a thing, avenge, E.HF547; take vengeance on, τινά Id.Med.267. 2 ἐ. ὕβριν wreak despite, S.Aj.304.
German (Pape)
[Seite 781] (s. τίνω), abbezahlen, bes. die Strafe erlegen, zu der man verurtheilt worden ist, ζημίαν Her. 6, 92; δίκην (in dieser Vrbdg eine Geldstrafe, vgl. πάσχειν) Thuc. 5, 49; Is. 10, 15; τῷ δημοσίῳ, an die Staatskasse, Lys. 20, 12; ἐκτέτισται τὰ χρήματά τινι Dem. 24, 187, wie χρέα 27, 49; τὰ ὀφειλόμενα Plat. Crat. 400 c; τὴν τετραπλασίαν Plat. Legg. IX, 878 c; Sp.; ἑκατὸν δραχμὰς εἰς τὸ δημόσιον Plut. Sol. 24; übh. bezahlen, vergelten, Ἄργει τροφάς Aesch. Spt. 530; ἀντίποινα Eur. Herc. Fur. 755; χάριν Or. 453; εὐεργεσίην Her. 3, 47; χάριν Plat. Rep. I, 338 b; τὰ τροφεῖα VII, 520 b; τὴν βλάβην, den Schaden ersetzen, Legg. XI, 936 e. – Im med., büßen lassen, strafen, ὕβριν ἐκτίσαιτο Soph. Ai. 297; θάνατον Eur. Herc. Fur. 547.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτίνω: ῐ: μέλλ. -τίσω ῑ. ἴδε τίνω· πληρώνω, ζημίας ἐκτ. χίλια τάλαντα Ἡρόδ. 6. 92· ἐκτ. εὐεργεσίην ὁ αὐτ. 3.47· Ἄργει δ’ ἐκτίνων καλὰς τροφάς, διότι τὸν ἀνέθρεψε καλῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 548· χάριν Εὐρ. Ὀρ. 453, κτλ.· τροφεῖα Πλάτ. Πολ. 520Β· - δίκην ἐκτ. Εὐρ. Ἠλ. 260, Λυσ. 167. 42· τινός, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 9. 94· οὗ ἐκτίνει δίκην Εὐρ. Ἀνδρ. 53· οὕτω, τίσιν ἐκτ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 72· ἄποινα αὐτόθι 79· ἐκτ. βλάβην, ἀποζημιῶ, Πλάτ. Νόμ. 936Ε, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1562, 1582· τὸ βλάβος Δημ. 528. 2. ΙΙ. Μέσ., ἐκδικῶ, = ἀποτίσασθαι, ὕβριν Σοφ. Αἴ. 304, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 547· τινὰ ὁ αὐτ. Μήδ. 267. - Πρβλ. ἐκτίω.
French (Bailly abrégé)
payer entièrement, acquitter : ζημίαν ἐκτ. χίλια τάλαντα HDT payer une amende de mille talents ; δίκην ἐκτ. EUR subir une peine ; ἐκτ. εὐεργεσίην τινί HDT acquitter une dette de reconnaissance envers qqn ; acheter au prix de, acc.;
Moy. ἐκτίνομαι faire expier : ὕβριν SOPH un outrage.
Étymologie: ἐκ, τίνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐστ- ICr.4.14 (Gortina VII/VI a.C.)
• Grafía: pap. frec. graf. -τειν-
• Morfología: [act. aor. part. ac. plu. masc. ἐστείσαντανς ICr.4.78.6 (Gortina V a.C.), med. aor. 3a plu. ἐκτεισαίατο E.HF 547]
A I1pagar enteramente, satisfacer por completo c. ac. de lo pagado:
a) multas o indemnizaciones en metálico ἐπεβλήθη ζημίη χίλια τάλαντα ἐκτεῖσαι Hdt.6.92, cf. Pl.Lg.855a, ἄτας ICr.4.1.4 (Gortina VII/VI a.C.), τὰν διπλείαν τōν κρɛ̄μάτον ICr.4.78.6 (Gortina V a.C.), cf. Ph.2.341, τὴν τετραπλασίαν Pl.Lg.878c, χρήματα X.Hier.7.12, τὸ ἀργύριον IOropos 277.12 (IV a.C.), τὸ τίμημα τὸ γιγνόμενον D.24.83, ἐκ τίνα τῖσαι ἀμοιβὴν θωῆς Maiist.69, τὴν ὑπὲρ τοῦ πατρὸς καταδίκην ... πρὸς τὸ δημόσιον Plu.Cim.4, c. dat. de pers. τῷ Ὀλυμπίῳ Διὶ ... χρήματα ὑπὲρ ἀνδρὸς ἀδικίας Paus.5.21.8, σῶστρα ἡμῖν τοιαῦτα Luc.DMar.14.1, en v. pas. ἐκτέτεισται τὰ χρήματ' Ἀνδροτίωνι D.24.187, ἡ δίκη ἐξετέτειστο D.47.65;
b) compensaciones y castigos ἄποινα Hdt.6.79, ἀντίποινα E.HF 755, ἵνα δεκαπλάσιον τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνοιεν Pl.R.615b, τὴν βλάβην Pl.Lg.936e, cf. D.21.43, POxy.1282.36 (I d.C.), μῆνιν θεῶν Men.Fr.805.2, ὅσα ὑπάρχει ἀνθρώπῳ, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐκτείσει todo lo que posee un hombre lo pagará en favor de su vida LXX Ib.2.4, τῆς παρανομίας ποινήν I.AI 3.314, cf. 4.50, λώβην Orac.Sib.7.107, χρεῖος ὀφειλόμενον AP 7.732 (Theodorid.), c. dat. de pers. o asim. τίσιν ... Δημαρήτῳ ἐξέτεισε Hdt.6.72, τὴν τιμὴν ... τῇ πόλει SIG 279.14 (Misia IV a.C.), cf. OBodl.275 (II/I a.C.), PSI 1099.12 (I a.C.), Luc.Tim.49
•δίκην o δίκας ἐκτίνειν pagar una multa o indemnización πονηρίης δίκας ἐκτίνοντες Hp.Ep.17, cf. Pl.Phdr.249a, Ath.283b, c. dat. de pers. ταύτην δίκην Ἀπολλωνιῆται τῆς ἐκτυφλώσιος ἐκτίνουσί τοι Hdt.9.94, τὴν δίκην αὐτοῖς Th.5.49, Ὀρέστῃ μή ποτ' ἐκτείσῃ δίκην E.El.260;
c) deudas οὐδὲ τὸ ὄφλημα πᾶν ὑπὲρ αὐτοῦ ἐκτέτεισται la deuda entera no ha sido saldada en su nombre D.40.22, fig. αὕτη σοι, ὦ φίλε Ἔρως, ... δέδοταί τε καὶ ἐκτέτισται παλινῳδία esta palinodia, querido Amor, te ha sido ofrecida y satisfecha Pl.Phdr.257a.
2 pagar enteramente por, reintegrar, devolver
a) favores o beneficios εὐεργεσίας Hdt.3.47, χάριτας πατρῴας ἐκτίνων E.Or.453, τῆς χάριτος ἀμοιβήν I.AI 6.352, c. dat. de pers. o similares Ἄργει ἐ. καλὰς τροφάς A.Th.548, cf. Pl.R.520b;
b) χάριν ἐ. pagar con el agradecimiento, dar gracias, agradecer Pl.R.338b, c. dat. de pers. ᾧ θυμάτων πρόσπαιον ἐκτίνων χάριν δαίμων Lyc.211, en v. pas. χάρις ἐκτινομένη φίλοις ὑπὸ φίλων Plu.2.583c.
3 pagar, abonar δίκην ... ὑπὲρ τούτων τῶν χρημάτων Is.10.15, cf. 16, τὸν μισθόν Thphr.Char.30.14, cf. Plb.5.27.7, ἃ ἀπενήνεκται ... γενήματα PDryton 34.29 (II a.C.), διπλοῦν ... τὸ φώριον Ph.2.336, c. dat. de pers. τῷ ἰατρῷ τὸν μισθὸν Hierocl.Facet.27.
4 rendir cuentas τὰ τῆς κηδεμονίας Dig.19.2.49.
II de culpas o crímenes de los antepasados pagar enteramente por, expiar, reparar χειρὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς A.A.1582, πατρῷον ἆθλον S.Ant.856, cf. E.HF 983, πατρῷον ὅρκον ἐ. ψευδώμοτον expiar o compensar el falaz juramento de su padre Lyc.932, cf. Arr.Epict.3.24.24, τάδε ἐ. cumplir un rito expiatorio, S.OC 499
•abs. expiar la culpa ἐκτίνει δ' ὁ καίνων A.A.1562.
B en v. med.
1 fact., abs. hacer pagar por entero ϙόσμος ... αἰ μὴ ἐστείσαιτο ἀϝτ[ὸν ὀ] πήλεν si el cosmo no hiciere pagar enteramente (la multa) la deberá él mismo, ICr.4.14g-p (Gortina VII/VI a.C.).
2 vengar c. ac. de abstr. Κρέοντος θάνατον E.l.c.
•c. ac. int. vengarse por medio de, resarcirse con ὅσην κατ' αὐτῶν ὕβριν ἐκτείσαιτ' ἰών con cuánta violencia había tomado venganza contra ellos en su irrupción S.Ai.304
•c. ac. de pers. vengarse de, castigar πόσιν E.Med.267.
Greek Monolingual
και εκτείνω (AM ἐκτίνω και ἐκτείνω) το εκτίω νεώτ. εσφ. τύπος του εκτίνω
πληρώνω, πληρώνω εντελώς, ξεπληρώνω, εξοφλώ (ιδίως για ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) («εκτίνει, εξέτισε την ποινή του στις φυλακές»)
αρχ.
1. ανταποδίδω κάτι, ανταμείβω για κάτι
2. «ἐκτείνω τίσιν ή δίκην» — πληρώνω πρόστιμο για κάτι
3. (μέσ., -ομαι)
απαιτώ ακέραια την πληρωμή για κάτι, εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση.
Greek Monotonic
ἐκτίνω: [ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], αόρ. αʹ ἐξέτῑσα·
I. εξοφλώ, αποπληρώνω τα χρέη μου, σε Ηρόδ., Αττ.· δίκην ἐκτ., εκτίω ολόκληρη την ποινή, σε Ευρ.· τινός, για κάτι, σε Ηρόδ.
II. Μέσ., αξιώνω, απαιτώ, επιτάσσω πλήρη πληρωμή για κάτι, εκδικούμαι, τιμωρώ, με αιτ. πράγμ., σε Σοφ., Ευρ.· παίρνω εκδίκηση, τινά, στον ίδ.