μεθέλκω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεθέλκω]] (ΑM Α και [[μεθελκύω]])<br /><b>1.</b> [[έλκω]], [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]], [[διευθύνω]] [[κάτι]] εδώ και [[εκεί]], [[εκτρέπω]], [[παρεκτρέπω]], [[περισπώ]]<br /><b>2.</b> [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, ιδιοποιούμαι, [[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]] την [[προσοχή]], [[προσελκύω]] («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς [[ῥόδον]] τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ [[πρόσωπον]] τῆς κόρης)», Διγεν.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σχοινί]] ή [[χορδή]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέρπω]], [[διασκεδάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παρ</i>-[[έλκω]], <i>προσ</i>-[[έλκω]])].
|mltxt=[[μεθέλκω]] (ΑM Α και [[μεθελκύω]])<br /><b>1.</b> [[έλκω]], [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]], [[διευθύνω]] [[κάτι]] εδώ και [[εκεί]], [[εκτρέπω]], [[παρεκτρέπω]], [[περισπώ]]<br /><b>2.</b> [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, ιδιοποιούμαι, [[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]] την [[προσοχή]], [[προσελκύω]] («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς [[ῥόδον]] τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ [[πρόσωπον]] τῆς κόρης)», Διγεν.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σχοινί]] ή [[χορδή]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέρπω]], [[διασκεδάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παρ</i>-[[έλκω]], <i>προσ</i>-[[έλκω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεθέλκω:''' [[οδηγώ]], [[τραβώ]] προς την [[άλλη]] [[πλευρά]], <i>ἡνίας</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέλκω Medium diacritics: μεθέλκω Low diacritics: μεθέλκω Capitals: ΜΕΘΕΛΚΩ
Transliteration A: methélkō Transliteration B: methelkō Transliteration C: methelko Beta Code: meqe/lkw

English (LSJ)

   A draw to the side, ἡνίας APl.5.384,386; divert, τινὰ ἀπό τινος Ph.2.224:—Pass., ὑπό τινος Id.1.387; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.Fr.74.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἕλκω), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέλκω: ἕλκω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.

French (Bailly abrégé)

tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.
Étymologie: μετά, ἕλκω.

Greek Monolingual

μεθέλκω (ΑM Α και μεθελκύω)
1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ
2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι
μσν.
1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ῥόδον τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ πρόσωπον τῆς κόρης)», Διγεν.)
2. (σχετικά με σχοινί ή χορδή) χαλαρώνω
αρχ.
1. τέρπω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἕλκω (πρβλ. παρ-έλκω, προσ-έλκω)].

Greek Monotonic

μεθέλκω: οδηγώ, τραβώ προς την άλλη πλευρά, ἡνίας, σε Ανθ.