περιτέλλομαι: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> περιστρέφομαι και [[συμπληρώνω]] έναν κύκλο, [[επανέρχομαι]] [[αφού]] συμπληρώσω την χρονική περίοδο που [[διαρκώ]]<br /><b>2.</b> (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι [[πάνω]] από τον ορίζοντα, [[ανατέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλλομαι]] «[[διατελώ]], αυξάνομαι, σηκώνομαι»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> περιστρέφομαι και [[συμπληρώνω]] έναν κύκλο, [[επανέρχομαι]] [[αφού]] συμπληρώσω την χρονική περίοδο που [[διαρκώ]]<br /><b>2.</b> (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι [[πάνω]] από τον ορίζοντα, [[ανατέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλλομαι]] «[[διατελώ]], αυξάνομαι, σηκώνομαι»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιτέλλομαι:''' μόνο σε Παθ. μτχ., [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] [[ολόγυρα]], <i>iψπεριτελλομένου ἔτεος</i>, [[καθώς]] τα χρόνια επιστρέφουν [[ξανά]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>περιτελλομένων ἐνιαυτῶν</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]] ξαναγυρίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>περιτελλομέναις ὥραις</i>, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A go or come round, mostly of Time, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος as the year came round, Od.11.295, cf. h.Cer.445; περιτελλομένων ἐνιαυτῶν as years go round, Il.2.551, cf. 8.404; π. ὥραις S.OT156 (lyr.), cf. Ar.Av.696 (anap.); cf. περιπέλομαι. 2 of the sun and stars, rise above the horizon, Alc.39, Arat.215, 232. II Act. in later Poets in signf. 1.1, Orph.Fr.247.25 ; in signf. 1.2, Arat.828.
German (Pape)
[Seite 596] umlaufen u. seinen Kreislauf vollenden, ablaufen; bes. von der Zeit, ἔτεος περιτελλομένου, als das Jahr umlief, während des Umlaufs eines Jahres, Od. 11, 295. 14, 294, u. im plur., περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, Il. 2, 551, vgl. 8, 404. 418; so auch Soph. περιτελλομέναις ὥραις, O. R. 156, wie Ar. Av. 696 u. sp. D., bei Plut. Symp. 7, 1, 1, Arat. 693 u. öfter, der so auch 828 das act. hat, vom Aufgehen der Gestirne.
Greek (Liddell-Scott)
περιτέλλομαι: Παθ., ἐπανέρχομαι, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, ἐπανερχομένου, Ὀδ. Λ. 295, Ξ. 294, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 445· περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, περιστρεφομένων, τελούντων τὸν ἑαυτῶν κύκλον, «εἰς τὸ αὐτὸ κατὰ περίοδον περιερχομένων καὶ τελειουμένων» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 551, πρβλ. Θ. 404, 418· οὕτω, π. ὥραις Σοφ. Ο. Τ. 156, Ἀριστοφ. Ὄρν. 696· πρβλ. περιπέλομαι, περιέρχομαι 2) ἀνατέλλω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἀστέρων, Ἀλκαῖ. 40, Ἄρατ. 215. 232. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ἐν τῇ σημασ. Ι, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 665C· ἐν δὲ τῇ σημασ. 2, Ἄρατ. 828. πρβλ. τέλλω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
accomplir sa révolution en parl. du temps.
Étymologie: περί, τέλλω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
1. περιστρέφομαι και συμπληρώνω έναν κύκλο, επανέρχομαι αφού συμπληρώσω την χρονική περίοδο που διαρκώ
2. (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, ανατέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τέλλομαι «διατελώ, αυξάνομαι, σηκώνομαι»].
Greek Monotonic
περιτέλλομαι: μόνο σε Παθ. μτχ., πηγαίνω ή έρχομαι ολόγυρα, iψπεριτελλομένου ἔτεος, καθώς τα χρόνια επιστρέφουν ξανά, σε Ομήρ. Οδ.· περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, καθώς ο χρόνος ξαναγυρίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, περιτελλομέναις ὥραις, σε Σοφ.