σιωπηλός: Difference between revisions
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σιωπηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μιλά, που τηρεί [[σιωπή]], [[σιγηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη [[φλυαρία]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σιωπηλή [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[μετάλλαξη]] που δεν μεταβάλλει τη [[λειτουργία]] του γονιδίου και δεν έχει [[καμιά]] [[επίδραση]] στον φαινότυπο<br />β) «σιωπηλό [[εμπόριο]]»<br /><b>εθνολ.</b> εξειδικευμένη [[μορφή]] ανταλλαγής αγαθών [[κατά]] την οποία οι εμπορευόμενοι δεν έρχονται σε άμεση [[επαφή]] [[μεταξύ]] τους και τα ανταλλασσόμενα προϊόντα αφήνονται σε ορισμένο [[σημείο]] από όπου τα παραλαμβάνουν οι ενδιαφερόμενοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που δεν εκβάλλει κανέναν ήχο («σιωπηλήν κίθαριν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ήσυχος]], [[ατάραχος]] («σιωπηλὴ [[θάλασσα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιωπηλόν</i><br />α) η [[συνήθεια]] του να [[είναι]] [[κανείς]] [[σιωπηλός]]<br />β) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σιωπηλότερος ἔσομαι τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων» — λεγόταν [[επειδή]], σύμφωνα με την [[παράδοση]], η [[διδασκαλία]] του Πυθαγόρα αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μυήσεων, με πρώτο και κατώτερο την [[εκμάθηση]] της σιωπής (λεξ. [[Σούδα]]). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιωπηλώς</i> / <i>σιωπηλῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σιωπηλά</i> Ν<br />με [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιωπή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απατ</i>-<i>ηλός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηλός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό / [[σιωπηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μιλά, που τηρεί [[σιωπή]], [[σιγηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη [[φλυαρία]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σιωπηλή [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[μετάλλαξη]] που δεν μεταβάλλει τη [[λειτουργία]] του γονιδίου και δεν έχει [[καμιά]] [[επίδραση]] στον φαινότυπο<br />β) «σιωπηλό [[εμπόριο]]»<br /><b>εθνολ.</b> εξειδικευμένη [[μορφή]] ανταλλαγής αγαθών [[κατά]] την οποία οι εμπορευόμενοι δεν έρχονται σε άμεση [[επαφή]] [[μεταξύ]] τους και τα ανταλλασσόμενα προϊόντα αφήνονται σε ορισμένο [[σημείο]] από όπου τα παραλαμβάνουν οι ενδιαφερόμενοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που δεν εκβάλλει κανέναν ήχο («σιωπηλήν κίθαριν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ήσυχος]], [[ατάραχος]] («σιωπηλὴ [[θάλασσα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιωπηλόν</i><br />α) η [[συνήθεια]] του να [[είναι]] [[κανείς]] [[σιωπηλός]]<br />β) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σιωπηλότερος ἔσομαι τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων» — λεγόταν [[επειδή]], σύμφωνα με την [[παράδοση]], η [[διδασκαλία]] του Πυθαγόρα αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μυήσεων, με πρώτο και κατώτερο την [[εκμάθηση]] της σιωπής (λεξ. [[Σούδα]]). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιωπηλώς</i> / <i>σιωπηλῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σιωπηλά</i> Ν<br />με [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιωπή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απατ</i>-<i>ηλός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηλός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σιωπηλός:''' -ή, -όν ([[σιωπάω]]), αυτός που σιωπά, [[αμίλητος]], [[σιωπηρός]], [[ήσυχος]], [[ήρεμος]], [[άφωνος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A silent, E.Med.320, Arist.Pr.953b1, Plu.2.47d; σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων Prov. ap. Suid. s.v. σιωπή; τὸ σ. taciturnity, Plu.Fab.1: of things, σ. κίθαρις Call.Ap.12; θάλασσα calm, Gal.6.709. Adv. -λῶς Poll.5.147. II σιωπηλόν, τό,= κατακάλυμμα, Sm.Is.47.2; cf. σιώπησις.
German (Pape)
[Seite 887] schweigend, verschwiegen, schweigsam; Eur. Med. 320; Call. Del. 302; Plut. Agesil. 29; neben αἰδήμων, de audit. 10.
Greek (Liddell-Scott)
σιωπηλός: -ή, -όν, σιωπῶν, σιωπηλός, ἥσυχος, Εὐρ. Μήδ. 320, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 6, Πλούτ., κλπ.· σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων, παροιμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σιωπή· τὸ σιωπηλόν, ἡ σιωπή, Πλούτ. 2. 47D· ἐπὶ πραγμάτων, σ. κίθαρις Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 12. Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de caractère silencieux, réservé, discret, taciturne ; τὸ σιωπηλόν la taciturnité;
Sp. σιωπηλότατος.
Étymologie: σιωπή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σιωπηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός
2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος
νεοελλ.
φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη»
βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία του γονιδίου και δεν έχει καμιά επίδραση στον φαινότυπο
β) «σιωπηλό εμπόριο»
εθνολ. εξειδικευμένη μορφή ανταλλαγής αγαθών κατά την οποία οι εμπορευόμενοι δεν έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους και τα ανταλλασσόμενα προϊόντα αφήνονται σε ορισμένο σημείο από όπου τα παραλαμβάνουν οι ενδιαφερόμενοι
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που δεν εκβάλλει κανέναν ήχο («σιωπηλήν κίθαριν», Καλλ.)
2. (για τη θάλασσα) ήσυχος, ατάραχος («σιωπηλὴ θάλασσα», Γαλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιωπηλόν
α) η συνήθεια του να είναι κανείς σιωπηλός
β) κάλυμμα, σκέπασμα
4. παροιμ. φρ. «σιωπηλότερος ἔσομαι τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων» — λεγόταν επειδή, σύμφωνα με την παράδοση, η διδασκαλία του Πυθαγόρα αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μυήσεων, με πρώτο και κατώτερο την εκμάθηση της σιωπής (λεξ. Σούδα).
επίρρ...
σιωπηλώς / σιωπηλῶς ΝΜΑ, και σιωπηλά Ν
με σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός, νοσ-ηλός)].
Greek Monotonic
σιωπηλός: -ή, -όν (σιωπάω), αυτός που σιωπά, αμίλητος, σιωπηρός, ήσυχος, ήρεμος, άφωνος, σε Ευρ.