ἀεικής: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀεικής:''' -ές ([[εἴκω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανάρμοστος]], [[υβριστικός]], [[απρεπής]]· <i>ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀεικέα</i> (<i>εἵματα</i>), σε Ομήρ. Οδ.· δεσμὸς [[ἀεικής]], σε Αισχύλ.· [[στολή]], σε Σοφ.· <i>ἀεικέστερα ἔπεα</i>, σε Ηρόδ.· <i>οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι</i>, δεν [[προξενώ]] καμία [[ενόχληση]], στον ίδ.· επίρρ. [[ἀεικῶς]]· Ιων. <i>-έως</i>, σε Σιμων.· <i>ἀεικές</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λίγος]], [[ευτελής]]· [[μισθός]], [[ἄποινα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οὐδὲν ἀεικές ἐστι</i>, με απαρ., δεν είναι [[καθόλου]] παράξενο, [[παράδοξο]] ότι..., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πρβλ. σε Αττ. [[αἰκής]]. | |lsmtext='''ἀεικής:''' -ές ([[εἴκω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανάρμοστος]], [[υβριστικός]], [[απρεπής]]· <i>ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀεικέα</i> (<i>εἵματα</i>), σε Ομήρ. Οδ.· δεσμὸς [[ἀεικής]], σε Αισχύλ.· [[στολή]], σε Σοφ.· <i>ἀεικέστερα ἔπεα</i>, σε Ηρόδ.· <i>οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι</i>, δεν [[προξενώ]] καμία [[ενόχληση]], στον ίδ.· επίρρ. [[ἀεικῶς]]· Ιων. <i>-έως</i>, σε Σιμων.· <i>ἀεικές</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λίγος]], [[ευτελής]]· [[μισθός]], [[ἄποινα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>οὐδὲν ἀεικές ἐστι</i>, με απαρ., δεν είναι [[καθόλου]] παράξενο, [[παράδοξο]] ότι..., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πρβλ. σε Αττ. [[αἰκής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀεικής:''' Hom., Her. = [[ἀεικέλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (Att. αἰκής, q.v.)
A unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.1.456, al.; ἀεικέα [εἵματα] ἕσσαι Od.24.250; δεσμός A.Pr.97, cf. 525; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ S.El.191 (lyr.); -έστερα ἔπεα Hdt.7.13; οὐδὲν ἀ. παρέχεσθαι cause no inconvenience, Id.3.24; ἀεικέα μισθόν (v.l. ἀνεικέα, q.v.) meagre, Il.12.435; so οὐ . . ἀεικέα . . ἄποινα 24.594. Adv. ἀεικῶς Hsch.; Ion. -έως Simon.13; ἀεικές as Adv., Od.17.216. 2 οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that... Hdt.3.33, 6.98, A.Pr.1042. 3 injurious, deadly, ἰός Opp.H.2.422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεικής: -ές, = ἀνάρμοστος, ὑβριστικός, ἀπρεπής, ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· δεσμός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· οὕτως οὐ ... ἀεικέα ... ἄποινα, Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., οὐδόλως παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 inconvenant, indigne : ἀεικέα (s.e. εἵματα) ἕσσαι OD tu es vêtu d’ignobles haillons ; adv. • ἀεικές OD indignement, honteusement;
2 invraisemblable, étrange : ἀεικὲς οὐδὲν ἦν HDT il n’y avait rien d’étrange à ce que.
Étymologie: ἀ, εἰκός.
English (Autenrieth)
(ἀϝεικ., ϝέϝοικα): unseemly, disgraceful; νόος οὐδὲν ἀεικής, ‘a likely understanding,’ οὔ τοι ἀεικές, etc.; μισθὸς ἀεικής, ‘wretched’ pay; πήρη, ‘sorry’ wallet, ἀεικέα ἕσσαι, ‘thou art vilely clad.’
Spanish (DGE)
v. ἀϊκής.
Greek Monotonic
ἀεικής: -ές (εἴκω),
1. ανάρμοστος, υβριστικός, απρεπής· ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀεικέα (εἵματα), σε Ομήρ. Οδ.· δεσμὸς ἀεικής, σε Αισχύλ.· στολή, σε Σοφ.· ἀεικέστερα ἔπεα, σε Ηρόδ.· οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι, δεν προξενώ καμία ενόχληση, στον ίδ.· επίρρ. ἀεικῶς· Ιων. -έως, σε Σιμων.· ἀεικές, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
2. λίγος, ευτελής· μισθός, ἄποινα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, με απαρ., δεν είναι καθόλου παράξενο, παράδοξο ότι..., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκής.
Russian (Dvoretsky)
ἀεικής: Hom., Her. = ἀεικέλιος.