πολύτιμος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύτῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] αξία, σε Ανθ., Βάβρ. | |lsmtext='''πολύτῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] αξία, σε Ανθ., Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύτῑμος:''' <b class="num">1)</b> окруженный глубоким почитанием (θεοί Men.);<br /><b class="num">2)</b> замечательный, восхитительный ([[ῥοδών]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> драгоценный ([[μαργαρίτης]] NT; [[σφραγίς]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (τιμή)
A much-revered, θεοί Men.109.1. II highly priced, μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13; very costly, AP5.35.5 (Rufin.), Babr.57.9. Adv. -μως Plb.14.2.3 (nisi leg. -τελῶς).
German (Pape)
[Seite 675] von großem Werthe, kostbar, Sp., μέ σος μηρῶν, Rufin. 3 (V, 36). – Adv., Pol. 14, 2, 3, wenn die Lesart richtig ist.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτῑμος: -ον, (τιμὴ) ὁ πολὺ τιμώμενος, πολλοῦ σεβασμοῦ τυγχάνων, θεοὶ Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ΙΙ. λίαν βαρύτιμος, Ἀνθ. Π. 5. 36, Βάβρ. 57. 9. Ἐπίρρ. -μως, Πολύβ. 14. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très estimé, précieux.
Étymologie: πολύς, τιμή.
Spanish
English (Strong)
from πολύς and τιμή; extremely valuable: very costly, of great price.
English (Thayer)
πολύτιμον (πολύς, τιμή), very valuable, of great price: L T Tr marginal reading; πολυτιμότερον, πολύ τιμιώτερον. (Plutarch, Pomp. 5; Herodian, 1,17, 5 (3edition, Bekker); Anthol., others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύτιμος, -ον, ΝΜΑ
1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται κυρίως για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την ομορφιά τους, για τη μεγάλη τους διαύγεια, τη λάμψη τους ή, τέλος, για την σπανιότητα και την ανθεκτικότητά τους)
νεοελλ.
φρ. «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική αξία, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος
αρχ.
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, πολυτίμητος («πολύτιμοι θεοί», Μέν.).
επίρρ...
πολύτιμα / πολυτίμως ΝΑ
με πολύτιμο τρόπο
αρχ.
με μεγαλοπρέπεια ή με πολυτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλό-τιμος].
Greek Monotonic
πολύτῑμος: -ον (τιμή), αυτός που έχει μεγάλη αξία, σε Ανθ., Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύτῑμος: 1) окруженный глубоким почитанием (θεοί Men.);
2) замечательный, восхитительный (ῥοδών Anth.);
3) драгоценный (μαργαρίτης NT; σφραγίς Plut.).