μάσταξ: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάσταξ:''' -ᾰκος, ἡ, ([[μασάομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> όργανο με το οποίο μασά [[κάποιος]], [[στόμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που μασιέται, [[μπουκιά]], μπουκίτσα, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | |lsmtext='''μάσταξ:''' -ᾰκος, ἡ, ([[μασάομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> όργανο με το οποίο μασά [[κάποιος]], [[στόμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που μασιέται, [[μπουκιά]], μπουκίτσα, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάσταξ:''' ᾰκος ἡ<br /><b class="num">1)</b> рот: ἐπὶ μάστακα χερσὶ πιέζειν Hom. зажать рот руками;<br /><b class="num">2)</b> пища в зобу Theocr.: ὡς δ᾽ [[ὄρνις]] νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακ᾽ (= μάστακα) Hom. словно птица приносит птенцам корм (v. l. μάστακι, т. е. в клюве);<br /><b class="num">3)</b> саранча (неизвестная разновидность) Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ (Lyc.687), (μασάομαι)
A that with which one chews, mouth, jaws, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε he stopped his mouth with his hands, Od.4.287; με . . ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν seizing me by the mouth, 23.76, cf. Alcm.144; ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασι Lyc. l. c.; μάστακι ποππύζων AP5.284.6 (Agath.), cf. 293.16 (Id.). 2 v. μύσταξ. II = μάσημα, mouthful, morsel, ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακ', ἐπεί κε λάβῃσι Il.9.324, cf. Eust.753.62; μάστακα δοῖσα τέκνοισιν Theoc.14.39; of the olive, Call.Iamb.1.271; others expl. in Il. l. c. as dat. μάστακι in its beak, Apollon.Lex. s.v. μάσταξ, Plu.2.494d. III locust, S.Fr.716, Nic.Th.802, Clitarch. Gloss. ap. EM216.9. (Cf. μέστακα.)
German (Pape)
[Seite 98] ακος, ἡ, der Mund (mit dem man kau't, μασάομαι), VLL. erkl. στόμα; Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, Od. 4, 287, hielt den Mund zu, ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν, 23, 76. – Auch ein Mundvoll Speise, vom Vogel, der seinen Jungen Nahrung im Schnabel zuträgt, ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακ' ἐπεί κε λάβῃσιν, Il. 9, 324; od. nach anderen alten Erkl. μάστακι, mit dem Schnabel, vgl. Spitzner zur Stelle, u. Theocr. 14, 39, der offenbar Hom. nachahmte; Hesych. erkl. τὴν μεμασσημένην τροφήν. –In der Bdtg Mund auch bei sp. D., Agath. 6. 8 (V, 285. 294). – Bei den Späteren die Oberlippe u. der auf derselben wachsende Schnurrbart od. Schnauzbart, dorisch μύσταξ, w. m. s. – Auch eine Heuschreckenart, weil sie Alles verzehrt, Soph. frg. 642 bei Phot., Nic. Th. 802.
Greek (Liddell-Scott)
μάσταξ: -ᾰκος, ἡ (Λυκόφρ. 687), ἐνῷ τὸ Λακων. καὶ Δωρ. μύσταξ εἶναι ἀρσεν.· (μασάομαι)· - τὸ δι’ οὗ τις μασᾶται, τὸ στόμα, ἢ αἱ σιαγόνες, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, ἔφραττε τὸ στόμα διὰ τῶν χειρῶν του, Ὀδ. Δ. 287· οὕτως, ἑλεῖν ἐπὶ μάστακα χερσὶν Ψ. 76, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 136· ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασι Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μάστακι ποππύζων Ἀνθ. Π. 5. 285, πρβλ. 294. 16. 2) ἴδε ἐν λ. μύσταξ. II.= μάσημα, ἔνθεσις, «βουκιά», ἐν Ἰλ. Ι. 324, ἐπὶ πτηνοῦ τρέφοντος τὰ ἑαυτοῦ νεογνά, ὡς δ’ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακ’, ἐπεί κε λάβῃσι, - τὸ μάστακ’ λαμβάνεται ὡς ἡ αἰτ. μάστακα, ἴδε Εὐστ. 753. 62, Ἡσύχ., κλ., πρβλ. Θεόκρ. 14. 39· ἐνῷ ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς τὴν δοτ. μάστακι, διὰ τοῦ ῥάμφους του, Ἀπολλων. Λεξ. 445, Πλούτ. 2. 80Α, 494D. III. εἶδος ἀκρίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 642, Νικ. Θ. 802.
French (Bailly abrégé)
ακος (ἡ) :
1 bouche;
2 pâtée que les oiseaux donnent à leurs petits;
3 sorte de sauterelle vorace, insecte.
Étymologie: μάσσω.
English (Autenrieth)
ακος (μαστάζω, chew): mouth; a mouthful of food, Il. 9.324.
Greek Monolingual
μάσταξ, -ακος, ἡ (Α)
1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» — έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.)
2. μουστάκι
3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ'ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ', ἐπεί κε λάβῃσι», Ομ. Ιλ.)
4. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσταξ (< μαθ-τ-αξ, πρβλ. πιστός < πι-θ-τός) συνδέεται με το ρ. μασῶ (< μαθ-jάω), αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο -τ-, εκτός αν θεωρηθεί παράγωγο ενός αμάρτυρου μαθ-τός > μαστός. Το εκφραστικό επίθημα του μάσταξ θυμίζει τα πόρταξ, μύλαξ, ενώ το ρ. μαστάζω τα βαστάζω, κλαστάζω.
Greek Monotonic
μάσταξ: -ᾰκος, ἡ, (μασάομαι),·
I. όργανο με το οποίο μασά κάποιος, στόμα, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτό που μασιέται, μπουκιά, μπουκίτσα, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μάσταξ: ᾰκος ἡ
1) рот: ἐπὶ μάστακα χερσὶ πιέζειν Hom. зажать рот руками;
2) пища в зобу Theocr.: ὡς δ᾽ ὄρνις νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακ᾽ (= μάστακα) Hom. словно птица приносит птенцам корм (v. l. μάστακι, т. е. в клюве);
3) саранча (неизвестная разновидность) Soph.