εὔλαλος: Difference between revisions

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔλᾰλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μιλάει γλυκά, [[γλυκομίλητος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[εὔγλωσσος]] II, στον ίδ.
|lsmtext='''εὔλᾰλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μιλάει γλυκά, [[γλυκομίλητος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[εὔγλωσσος]] II, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔλᾰλος:''' <b class="num">1)</b> сладко говорящий ([[Ἀπόλλων]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> (о вине) делающий красноречивым, развязывающий язык ([[λάγυνος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλᾰλος Medium diacritics: εὔλαλος Low diacritics: εύλαλος Capitals: ΕΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: eúlalos Transliteration B: eulalos Transliteration C: eylalos Beta Code: eu)/lalos

English (LSJ)

ον,

   A sweetly-speaking, LXX Si.6.5; epith. of Apollo, AP9.525.6; of the Argo, Orph.A.244: metaph., of a wine-jar, AP9.229 (Marc.Arg.).    II = εὔγλωσσος 11, LXX Jb.11.2.

German (Pape)

[Seite 1078] wohlredend, beredt, Orph. Arg. 246, Ἀργώ; Apollo, Hymn. (IX, 525, 6); sonst geschwätzig, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); öfter in Anth.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au beau langage, disert;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: εὖ, λαλέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔλαλος, -ον)
1. ευφραδής, εύγλωττος
2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός
μσν.
φλύαρος
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα
2. επίθ. του Απόλλωνος
3. επίθ. του Άργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάλος, υποχωρητικός σχηματισμός του ρ. λαλώ].

Greek Monotonic

εὔλᾰλος: -ον, I. αυτός που μιλάει γλυκά, γλυκομίλητος, σε Ανθ.
II. = εὔγλωσσος II, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔλᾰλος: 1) сладко говорящий (Ἀπόλλων Anth.);
2) (о вине) делающий красноречивым, развязывающий язык (λάγυνος Anth.).