μείζων: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(5)
(3)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μείζων:''' συγκρ. του [[μέγας]].
|lsmtext='''μείζων:''' συγκρ. του [[μέγας]].
}}
{{elru
|elrutext='''μείζων:''' ион. [[μέζων]], дор. [[μέσδων]] 2, gen. ονος [compar. к [[μέγας]]<br /><b class="num">1)</b> больший, более рослый (μ. καὶ [[πάσσων]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> старший ([[Αἴας]] ὁ μ. Soph.);<br /><b class="num">3)</b> более тяжелый ([[φορτίον]] Dem.);<br /><b class="num">4)</b> более громкий ([[μεῖζον]] φθέγγεσθαι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> более долгий, более продолжительный ([[χρόνος]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> более длинный, более пространный ([[λόγος]] Soph.);<br /><b class="num">7)</b> более могущественный (ξένοι Eur.);<br /><b class="num">8)</b> более важный, более значительный ([[χάρμα]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

Cp. de μέγας.

English (Autenrieth)

see μέγας.

English (Slater)

μείζων v. μέγας.

English (Strong)

irregular comparative of μέγας; larger (literally or figuratively, specially, in age): elder, greater(-est), more.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, -ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)
1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει
2. μεγαλύτερος στην ηλικία
νεοελλ.
φρ. α) «κατά μείζονα λόγον» — κατά μεγαλύτερη αιτιολογία ή υποχρέωση, για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους
β) (λογ.) «μείζων πρόταση» — η ηγουμένη πρόταση συλλογισμού
γ) ανατ. i) «μείζων επίπλουν» — πτυχή του περιτοναίου η οποία φέρεται από το στομάχι μέχρι την ηβική σύμφυση, καλύπτοντας από εμπρός τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ τετράπλευρο πέταλο
ii) «μείζων τροχαντήρας» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, κοντά στον αυχένα του μηριαίου
δ) μουσ. i) «μείζων τόνος» ή «μείζων τρόπος» ή «μείζων συγχορδία» ή «μείζον διάστημα» — ένας από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια μουσική σύνθεση
ii) μουσ. «μείζων κλίμακα» — συνεχής διαδοχή μέσα στο διάστημα τών επτά φθόγγων της κλίμακας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ανώτερος
μσν.
1. ισχυρότερος
2. σπουδαιότερος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. μείζων
(ως τίτλος) ο αρχηγός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑζον
περισσότερο
3. φρ. «οὔτε μεῑζον οὔτε ἔλαττον» — απολύτως τίποτε, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέζων (< μέγ-jων) < θ. μεγ- του μέγας. Ο αττ. τ. μείζων εμφανίζει -ει- αναλογικά προς τα συγκρ. ἀμείνων, κρείττων. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mezo και πληθ. ουδ. mezoa και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο mezavo].

Greek Monotonic

μείζων: συγκρ. του μέγας.

Russian (Dvoretsky)

μείζων: ион. μέζων, дор. μέσδων 2, gen. ονος [compar. к μέγας
1) больший, более рослый (μ. καὶ πάσσων Hom.);
2) старший (Αἴας ὁ μ. Soph.);
3) более тяжелый (φορτίον Dem.);
4) более громкий (μεῖζον φθέγγεσθαι Plat.);
5) более долгий, более продолжительный (χρόνος Eur.);
6) более длинный, более пространный (λόγος Soph.);
7) более могущественный (ξένοι Eur.);
8) более важный, более значительный (χάρμα Aesch.).