δελεάζω: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δελεάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δέλεαρ]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] σε πειρασμό, [[προκαλώ]], ή [[πιάνω]] με [[δόλωμα]] — Παθ., σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με σύστ. αντ., [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]] δ., [[τοποθετώ]] στο [[αγκίστρι]] ως [[δόλωμα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δελεάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δέλεαρ]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] σε πειρασμό, [[προκαλώ]], ή [[πιάνω]] με [[δόλωμα]] — Παθ., σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με σύστ. αντ., [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]] δ., [[τοποθετώ]] στο [[αγκίστρι]] ως [[δόλωμα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δελεάζω:''' <b class="num">1)</b> насаживать в качестве приманки, наживлять (τι περὶ [[ἄγκιστρον]] Her. и τινὶ τὸ [[ἄγκιστρον]] Luc.; κύρτον δελέατι Arst.); δελεάσαι (sc. τὸ [[ἄγκιστρον]]) ἐπ᾽ ἄλλους (ἰχθύας) Luc. насадить на крючок приманку для поимки других рыб;<br /><b class="num">2)</b> бросать в качестве приманки, т. е. расточать (δ. καὶ λιμαίνεσθαι τὰ πλήθη Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> ловить на приманку (ἡ [[πορφύρα]] δελεάζεται τοῖς σαπροῖς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> сманивать, соблазнять, прельщать, преимущ. pass. быть соблазненным, прельститься (γαστρί Xen.; χάριτι καὶ [[ῥᾳστώνῃ]] Polyb.; [[ῥᾳστώνῃ]] καὶ [[σχολῇ]] Dem.; ἁρπαγαῖς καὶ πορθήμασι и διὰ τῶν ὄψων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:18, 31 December 2018
English (LSJ)
(δέλεαρ)
A entice or catch by a bait, τὴν γραῦν δ. λεπαστῇ Antiph.45, cf. Hdn.2.15.3; δ. τινὰς ἐπὶ πλεονεξίαν Onos.6.10:— Pass., γαστρὶ δελεάζεσθαι X.Mem.2.1.4, cf. Isoc.8.34, Epicur.Sent. Vat.16, Phld.Lib.p.14O.; ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ D.18.45; ὑπὸ χρημάτων, ὑπὸ τῆς ἡδονῆς, Luc.Apol.9, Jul.Or.6.185a. II c. acc. cogn., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δ. put it on the hook as a bait, Hdt. 2.70; but δ. ἄγκιστρον ἰσχάδι bait it with a fig, Luc.Pisc.47; δ. ἄγκιστρον ἐπ' ἄλλους to catch others. ib.48.
German (Pape)
[Seite 543] mit Köder versehen, νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δελεάζειν, als Lockspeise an einer Angel befestigen, Her. 2, 70; τὸ ἄγκιστρον ἰσχάδι, mit einer Feige als Köder versehen, Luc. Pisc. 47; ἐπί τινα ibd. 48, als Lockspeise gegen ihn gebrauchen; – τινά, anködern, anlocken, Isocr. 8, 34; übertr., betrügen, berücken, fangen, Pol. 6, 9, 6 u. a. Sp.; pass., ῥαστώνῃ καὶ σχολῇ δελεάζεσθαι Dem. 18, 45; χάριτι Pol. 38, 3, 11; γαστρί Xen. Mem. 2, 1, 4. – Med., an sich locken, Aesop. fab. 195.
Greek (Liddell-Scott)
δελεάζω: μέλλ. –άσω, (δέλεαρ) ἐξαπατῶ ἢ συλλαμβάνω διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον, δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ ἄγκιστρον ὡς δόλωμα, Ἡρόδ. 2. 70· ἀλλά, δ. ἄγκιστρον ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. ἄγκιστρον ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, αὐτόθι 48.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐδελέασα;
1 garnir d’une amorce, amorcer, acc.;
2 prendre ou chercher à prendre avec une amorce, amorcer ; fig. chercher à séduire, acc..
Étymologie: δέλεαρ.
Spanish (DGE)
I 1colocar como cebo c. ac. νῶτον ὑὸς ... περὶ ἄγκιστρον Hdt.2.70.
2 proveer de cebo, cebar τὸ ἄγκιστρον ἰσχάδι el anzuelo con un higo Luc.Pisc.47
•echar el cebo ἐπ' ἄλλους Luc.Pisc.48
•tb. en v. pas., de un molusco δελεάζεται τοῖς σαπροῖς Arist.HA 535a8.
II fig. atraer, seducir, inducir c. ac. de pers. y dat. instrum. με νῦν δέκα ταλάντοισιν Hp.Ep.16, γραῦν ... λεπαστῇ Antiph.47, τοὺς ἀνθρώπους τῇ πραΰτητι τῆς ὄψεως Aesop.178, τιμῇ ... τὸν ἄνθρωπον Hdn.2.15.3, δελεάζοντες καὶ λυμαινόμενοι τὰ πλήθη κατὰ πάντα τρόπον Plb.6.9.6, (τὸ νήπιον) τῇ ποικιλίᾳ δ. τῶν προσφερομένων Sor.2.48.6
•c. ac. ψυχάς 2Ep.Petr.2.14, τὴν διάνοιαν Aristid.Quint.55.19, ἀνθρώπους Plot.4.4.44, τοὺς ἀνδραποδώδεις Plu.2.210c, νέας ἐλεεινάς Iust.Nou.14 praef.
•sólo c. dat. instrum. δώροις Longus 3.15.2, ἡδονῇ M.Ant.2.12
•tb. en v. pas., de una hetera τοὺς δελεασθέντας πτωχοτάτους ἐποίει AP 10.50 (Pall.).
English (Strong)
from the base of δόλος; to entrap, i.e. (figuratively) delude: allure, beguile, entice.
English (Thayer)
(present passive δελεάζομαι); (δέλεαρ a bait);
1. properly, to bait, catch by a bait: Xenophon, mem. 2,1, 4, et al.
2. as often in secular authors, metaphorically, to beguile by blandishments, allure, entice, deceive: τινα, Philo, quod omn. prob. book § 22.
Greek Monolingual
(AM δελεάζω) δέλεαρ
1. πιάνω ψάρι προσαρμόζοντας δόλωμα στο αγκίστρι
2. παρασύρω, εξαπατώ κάποιον (α. «τον δελέασε με τα νάζια της» β. «δελεάζοντες τά πλήθη κατά πάντα τρόπον» — παρασύροντας τα πλήθη με κάθε τρόπο
γ. «δελεάζω ἄγκιστρον ἐπ' ἄλλους» — προσπαθώ να εξαπατήσω άλλους).
Greek Monotonic
δελεάζω: μέλ. -άσω (δέλεαρ),
I. βάζω σε πειρασμό, προκαλώ, ή πιάνω με δόλωμα — Παθ., σε Ξεν., Δημ.
II. με σύστ. αντ., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δ., τοποθετώ στο αγκίστρι ως δόλωμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δελεάζω: 1) насаживать в качестве приманки, наживлять (τι περὶ ἄγκιστρον Her. и τινὶ τὸ ἄγκιστρον Luc.; κύρτον δελέατι Arst.); δελεάσαι (sc. τὸ ἄγκιστρον) ἐπ᾽ ἄλλους (ἰχθύας) Luc. насадить на крючок приманку для поимки других рыб;
2) бросать в качестве приманки, т. е. расточать (δ. καὶ λιμαίνεσθαι τὰ πλήθη Polyb.);
3) ловить на приманку (ἡ πορφύρα δελεάζεται τοῖς σαπροῖς Arst.);
4) сманивать, соблазнять, прельщать, преимущ. pass. быть соблазненным, прельститься (γαστρί Xen.; χάριτι καὶ ῥᾳστώνῃ Polyb.; ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ Dem.; ἁρπαγαῖς καὶ πορθήμασι и διὰ τῶν ὄψων Plut.).