ἐπανύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰνύω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], [[ολοκληρώνω]], [[συμπληρώνω]], [[εκπληρώνω]], [[τελειώνω]], [[πραγματοποιώ]], [[αποπερατώνω]], σε Ησίοδ. — Μέσ., [[παρέχω]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπᾰνύω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], [[ολοκληρώνω]], [[συμπληρώνω]], [[εκπληρώνω]], [[τελειώνω]], [[πραγματοποιώ]], [[αποπερατώνω]], σε Ησίοδ. — Μέσ., [[παρέχω]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανύω:''' довершать: [[οὐδέ]] [[ποτέ]] [[σφιν]] [[νίκη]] [[ἐπηνύσθη]] Hes. неизвестно было, кому из них досталась победа.
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰνύω Medium diacritics: ἐπανύω Low diacritics: επανύω Capitals: ΕΠΑΝΥΩ
Transliteration A: epanýō Transliteration B: epanyō Transliteration C: epanyo Beta Code: e)panu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῠ],

   A complete, accomplish, οὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ' ἄκριτον εἶχον ἄεθλον Hes.Sc.311:—Med., procure, οἵαν . . ἐπί μοι μελέῳ χάριν ἠνύσω codd. in S.Tr.995 (lyr.); carry into effect, Ph.1.77.

German (Pape)

[Seite 903] (s. ἀνύω), ganz vollenden, οὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, d. i. der Sieg blieb unentschieden, Hes. Sc. 311.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰνύω: μέλλ. -ύσω ῠ, φέρω εἰς τέλος, τελειώνω, οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 311 (ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τῶν συμφραζομένων, ἀλλ’ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον). ― Μέσ., παρέχω, οἵαν... ἐπί μοι μελέῳ χάριν ἠνύσω (ἀντὶ ἐπηνύσω μοι) Σοφ. Τρ. 996.

French (Bailly abrégé)

achever.
Étymologie: ἐπί, ἀνύω.

Greek Monolingual

ἐπανύω (Α)
1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ' ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.)
2. μέσ. ἐπανύομαι
παρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανύω «φέρω σε πέρας»].

Greek Monotonic

ἐπᾰνύω: μέλ. -ύσω [ῠ], ολοκληρώνω, συμπληρώνω, εκπληρώνω, τελειώνω, πραγματοποιώ, αποπερατώνω, σε Ησίοδ. — Μέσ., παρέχω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανύω: довершать: οὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη Hes. неизвестно было, кому из них досталась победа.