Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαιγίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαιγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[αἰγίς]] II), [[ορμώ]], [[ξεσπώ]] με [[μανία]], λέγεται για θυελλώδη άνεμο, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐπαιγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[αἰγίς]] II), [[ορμώ]], [[ξεσπώ]] με [[μανία]], λέγεται για θυελλώδη άνεμο, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαιγίζω:''' бешено устремляться (ср. [[ἐπαιγίζων]]).
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαιγίζω Medium diacritics: ἐπαιγίζω Low diacritics: επαιγίζω Capitals: ΕΠΑΙΓΙΖΩ
Transliteration A: epaigízō Transliteration B: epaigizō Transliteration C: epaigizo Beta Code: e)paigi/zw

English (LSJ)

(

   A αἰγίς 11) rush upon, twice in Hom. of a stormy wind, Ζέφυρος . . λάβρος ἐπαιγίζων Il.2.148; οὖρον . . λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος Od.15.293; λάβρως ἐ. ὁ βορρᾶς Alciphr.3.42: metaph., Ἔρως λάβρον ἐπαιγίζων AP5.285 (Paul. Sil.): c. dat., rush over, ἐπαιγίζει πεδίοισι, of a stream that has burst its banks, Opp.C.2.125: c. acc., πόντον ἐπαιγίζει, of the dolphin, Id.H.2.583.

German (Pape)

[Seite 894] (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, οὖρος ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, βοῤῥᾶς Alciphr. 3, 42, überall λάβρος dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαιγίζω: (αἰγὶς) ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω, δὶς παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπὶ θυελλώδους ἀνέμου, ζέφυρος... λάβρος ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, λάβρον ἐπαιγίζων Ἀνθ. Π. 5. 286· ― ἐπὶ ποταμοῦ πλημμυρήσαντος καὶ καταβαίνοντος μετὰ μεγάλης ὁρμῆς, αὐτὸς δ’ ἐν μεσάτοισιν ἐπαίγιζεν πεδίοισιν αἰὲν ἀεξόμενος Ὀππ. Κυνηγ. 2. 125· μετ’ αἰτ., πόντον ἐπαιγίζει, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, ὁ αὐτὸς ἐν Ἁλ. 2. 583. ― Πρβλ. καταιγίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαιγίζοντα· σφοδρότερον πνέοντα· καταιγίδες γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί», καὶ «ἐπαιγίζων· ἐπικαταιγίζων, τουτέστι ἐπιπίπτων».

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαιγίσω;
s’élancer avec impétuosité sur ou dans.
Étymologie: ἐπί, αἰγίς.

English (Autenrieth)

(αἰγίς): rush on, of winds, Il. 2.148, Od. 15.293.

Greek Monolingual

(Α)
1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώοὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», Ομ. Οδ.)
2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα
3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά
4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιγίζω (< αιγίς) «σχίζω στα δύο»].

Greek Monotonic

ἐπαιγίζω: μέλ. -σω (αἰγίς II), ορμώ, ξεσπώ με μανία, λέγεται για θυελλώδη άνεμο, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαιγίζω: бешено устремляться (ср. ἐπαιγίζων).