εὐπραγία: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπρᾱγία:''' ἡ, = [[εὐπραξία]], [[ευτυχία]], [[ευημερία]], [[ευπραγία]], [[επιτυχία]], σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''εὐπρᾱγία:''' ἡ, = [[εὐπραξία]], [[ευτυχία]], [[ευημερία]], [[ευπραγία]], [[επιτυχία]], σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐπρᾱγία, ἡ, [from εὐπρᾱγέω] = [[εὐπραξία]],]<br />well-doing, well-[[being]], [[welfare]], [[success]], Thuc., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. εὐπρηγίη, ἡ, Eus.Mynd.59:—
A welfare, success, Pi.O.8.14, P.7.16, Antipho 2.4.9, Th.5.46, etc.: pl., Id.1.84,4.17, Pl.Lg.732c, Isoc.9.42. II well doing, opp. mere success, Pl.Alc.1.116b, Euthd.281b; περὶ αὐλημάτων εὐ. ib.279e, cf. Prt.345a; good deeds, services, Arist.Rh.1367a4 (pl.); cf. εὐπραξία.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρᾱγία: ἡ, τὸ εὖ πράττειν, εὐπραγεῖν, εὐημερεῖν, εὐτυχὴς ἔκβασις, εὐτυχία, Ἀντιφῶν 120. 14, Θουκ. 5. 46. κτλ.· ὡσαύτως ἐν Πινδ. Ο. 8. 18, Π. 7. 17· εὐπραξία, Ἰων, -ηξίη, (ὃ ἴδε), εἶναι ὁ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Τραγ. ἐν χρήσει τύπος: - ὁ Θουκυδ. ἔχει τὸν πληθ. ἐν 1. 84., 4. 17, ὡς καὶ ὁ Πλάτ. ἐν Νόμ. 732C, Ἰσοκρ. 197B. II. εὐπραγία κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν ἐπιτυχίαν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 116B, Εὐθύδ. 281B περὶ αὐλημάτων εὐπρ. αὐτόθι 279Ε, πρβλ. Πρωτ. 345Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonheur, succès.
Étymologie: εὐπραγέω.
English (Slater)
εὐπρᾱγία
1 prosperity, success πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας (O. 8.14) νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι (P. 7.18)
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπραγία, Α και ιων. τύπος εὐπρηγίη)
νεοελλ.
η οικονομική ευεξία, η ευημερία
μσν.
η καλή, η ήρεμη κατάσταση
αρχ.
1. (και στον πληθ.) αἱ εὐπραγίαι
επιτυχία, ευτυχής έκβαση
2. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά
3. καλή πράξη, καλό έργο, καλή υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πραγία (< πέπραγα, παρακμ. του πράσσω), πρβλ. α-πραγία].
Greek Monotonic
εὐπρᾱγία: ἡ, = εὐπραξία, ευτυχία, ευημερία, ευπραγία, επιτυχία, σε Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
εὐπρᾱγία, ἡ, [from εὐπρᾱγέω] = εὐπραξία,]
well-doing, well-being, welfare, success, Thuc., etc.