ὁμογάστριος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμογάστριος:''' -ον ([[γαστήρ]]), αυτός που βγήκε από την [[ίδια]] [[κοιλιά]], που γεννήθηκε από την [[ίδια]] [[μητέρα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὁμογάστριος:''' -ον ([[γαστήρ]]), αυτός που βγήκε από την [[ίδια]] [[κοιλιά]], που γεννήθηκε από την [[ίδια]] [[μητέρα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμογάστριος:''' единоутробный ([[κασίγνητος]] Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. единоутробный брат Гектора.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμογάστριος Medium diacritics: ὁμογάστριος Low diacritics: ομογάστριος Capitals: ΟΜΟΓΑΣΤΡΙΟΣ
Transliteration A: homogástrios Transliteration B: homogastrios Transliteration C: omogastrios Beta Code: o(moga/strios

English (LSJ)

ον,

   A from the same womb, born of the same mother, uterine, κασίγνητος ὁ. Il.24.47 ; ὁ. Ἕκτορος 21.95 ; ἀδελφή BGU405.5 (iv A. D.) ; νύμφαι Man.6.118 ; μίασμα Hld.7.5.

German (Pape)

[Seite 333] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάστριος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, ὁμομήτριος, κασίγνητος ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né du même sein.
Étymologie: ὁμός, γαστήρ.

English (Autenrieth)

(γαστήρ): κασίγνητος, own brother, by the same mother. (Il.)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὁμογάστριος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερο-γάστριος].

Greek Monotonic

ὁμογάστριος: -ον (γαστήρ), αυτός που βγήκε από την ίδια κοιλιά, που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμογάστριος: единоутробный (κασίγνητος Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. единоутробный брат Гектора.