τολυπεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τολῠπεύω:''' μέλ. <i>τολυπεύσω</i>, [[κυρίως]], [[τυλίγω]] ελικοειδώς το [[μαλλί]] σε [[κουβάρι]] για [[κλώσιμο]]· μεταφ., [[μηχανώμαι]], [[κατεργάζομαι]], ἐγὼ δὲ δόλους [[τολυπεύω]], λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης (όπου υπάρχει [[λογοπαίγνιο]] επί της κυριολεκτικής σημασίας), σε Ομήρ. Οδ.· [[τολυπεύω]] πόλεμον, σε Όμηρ.
|lsmtext='''τολῠπεύω:''' μέλ. <i>τολυπεύσω</i>, [[κυρίως]], [[τυλίγω]] ελικοειδώς το [[μαλλί]] σε [[κουβάρι]] για [[κλώσιμο]]· μεταφ., [[μηχανώμαι]], [[κατεργάζομαι]], ἐγὼ δὲ δόλους [[τολυπεύω]], λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης (όπου υπάρχει [[λογοπαίγνιο]] επί της κυριολεκτικής σημασίας), σε Ομήρ. Οδ.· [[τολυπεύω]] πόλεμον, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τολῠπεύω:''' <b class="num">1)</b> разматывать или наматывать (τολυπήν Arph.);<br /><b class="num">2)</b> замышлять, задумывать, устраивать (δόλους Hom.): [[πένθος]] τ. τινί Eur. причинять горе кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> совершать, вести (πολέμους Hom.);<br /><b class="num">4)</b> выстраивать, сооружать (τὸν δόμον Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολυπεύω Medium diacritics: τολυπεύω Low diacritics: τολυπεύω Capitals: ΤΟΛΥΠΕΥΩ
Transliteration A: tolypeúō Transliteration B: tolypeuō Transliteration C: tolypeyo Beta Code: tolupeu/w

English (LSJ)

   A wind off carded wool into a clew for spinning, Ar.Lys.587 (anap.).    II metaph., wind off, achieve, accomplish, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω, of Penelope's web (with a play on the literal sense), Od.19.137; ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε 1.238, 4.490, al.; Φρῃξὶν πένθος τ. work them grief, E.Rh.744 (anap.); δόμον τ. finish building it, AP9.655; λίθον . . ἐκ θεμέθλων Arch.Anz.31.149 (Nicopolis).    2 endure, ἐς γῆρας τ. ἀργαλέους πολέμους Il.14.86; ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα 24.7. (Poet. word, v. l. in J.AJ17.1.2 for πολιτεύω.)

German (Pape)

[Seite 1126] eigtl. wickeln, bes. gekrempelte, zum Spinnen bereitete Wolle auf ein Knäuel wickeln, Ar. Lys. 587; gew. übertr., a) δόλους τολυπεύειν, wie πλέκειν, Listen anzetteln, anstiften, Od. 19, 137; Θρῃξὶν πένθος τολυπεύσας, Eur. Rhes. 744. – b) πόλεμον τολυπεύειν, einen Krieg gleichsam abwickeln, mit Mühe u. Anstrengung vollenden, Il. 14, 86 Od. 1, 238 u. sonst; ὁπόσα τολύπευσε, wie viel er vollbracht, ausgekämpft hat, Il. 24. 7.

Greek (Liddell-Scott)

τολῠπεύω: (τολύπη) κυρίως, ἀποσπῶ μέρος ξανθέντων ἐρίων καὶ τυλίσσω ὁμοῦ εἰς ἕνα ὄγκον ὅπως χρησιμεύσῃ εἰς τὸ νήθειν, παρασκευάζω τολύπην, κάμνω «τουλοῦπαν», Ἀριστοφ. Λυσικρ. 587· ἡ λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρου, ἀλλὰ μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, μηχανῶμαι, κατεργάζομαι, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω, ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης (ἔνθα ἐνυπάρχει παιδιὰ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας), Ὀδ. Τ. 137· ἔδωκε... τολυπεύειν ἀργαλέους πολέμους Ἰλ. Ξ. 86· ἐπεὶ πόλεμον το λύπευσε Ὀδ. Α. 238, Δ. 490. κλπ.· ὁπόσα τολύπευσε Ἰλ. Ω. 7· πένθος τινὶ τ., προξενῶ λύπην εἴς τινα, Εὐρ. Ρῆσ. 744· δόμον τ., Ἀνθ. Π. 9. 655. ― Πρβλ. ἐκτολυπεύω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολυπεύειν· ταλαιπωρεῖν. μοχθεῖν. στρέφειν. μηχανᾶσθαι. ἐργάζεσθαι», καὶ «τολυπεύσας κατεργασάμενος», καὶ «τολύπευσεν· ἐξειργάσατο» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

I. enrouler, pelotonner de la laine autour d’une quenouille;
II. p. ext.
1 faire patiemment ou péniblement : πόλεμον IL, OD faire une guerre laborieuse;
2 en mauv. part machiner, tramer, ourdir, acc..
Étymologie: τολύπη.

English (Autenrieth)

fut. -εύσω, aor. τολύπευσα: wind up as a ball (τολύπη), hence contrive, δόλους, Od. 19.137, cf. ὑφαίνω. Also achieve, finish, Od. 24.95, Il. 24.7.

Greek Monolingual

Α τολύπη
1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπαοὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.)
2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.)
3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. α) μηχανεύομαι, κατεργάζομαι («ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω», Ομ. Οδ.)
β) προξενώ, προκαλώ («φανερὸν Θρῃξὶν πένθος τολυπεύσας», Ευρ.).

Greek Monotonic

τολῠπεύω: μέλ. τολυπεύσω, κυρίως, τυλίγω ελικοειδώς το μαλλί σε κουβάρι για κλώσιμο· μεταφ., μηχανώμαι, κατεργάζομαι, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω, λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης (όπου υπάρχει λογοπαίγνιο επί της κυριολεκτικής σημασίας), σε Ομήρ. Οδ.· τολυπεύω πόλεμον, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τολῠπεύω: 1) разматывать или наматывать (τολυπήν Arph.);
2) замышлять, задумывать, устраивать (δόλους Hom.): πένθος τ. τινί Eur. причинять горе кому-л.;
3) совершать, вести (πολέμους Hom.);
4) выстраивать, сооружать (τὸν δόμον Anth.).