προμνηστῖνοι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προμνηστῖνοι:''' αι adj. друг за другом, по очереди (π. ἐσέλθετε, μηδ᾽ [[ἅμα]] πάντες Hom.).
|elrutext='''προμνηστῖνοι:''' αι adj. друг за другом, по очереди (π. ἐσέλθετε, μηδ᾽ [[ἅμα]] πάντες Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=προμνηστῖνοι -αι plur. de een na de ander.
}}
}}

Revision as of 11:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμνηστῖνοι Medium diacritics: προμνηστῖνοι Low diacritics: προμνηστίνοι Capitals: ΠΡΟΜΝΗΣΤΙΝΟΙ
Transliteration A: promnēstînoi Transliteration B: promnēstinoi Transliteration C: promnistinoi Beta Code: promnhsti=noi

English (LSJ)

αι,

   A one by one, one after the other, προμνηστῖναι ἐπήϊσαν Od.11.233; προμνηστῖνοι ἐσέλθετε 21.230.

German (Pape)

[Seite 734] einzeln, Einer nach dem Andern, in einer Reihe hinter einander her; προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, wie προμνηστῖνοι ἐςέλθετε, μηδ' ἅμα πάντες, 21, 230; nach den alten Erklärern von μένω, statt προμενετῖνοι oder προμενέστινοι, Schol. Od., d. h. Jeder auf den Vorangehenden wartend, nicht alle zugleich, ἑξῆς καὶ ἐκ διαστημάτων ἀναμένουσαι ἀλλήλας.

Greek (Liddell-Scott)

προμνηστῖνοι: αι, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ἀλλεπάλληλοι, προμνηστῖναι ἐπήισαν Ὀδ. Λ. 233· προμνηστῖνοι ἐσέλθετε μηδ’ ἅμα πάντες, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον καὶ μὴ πάντες ὁμοῦ, Φ. 230. ― (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μένω, ἀντὶ προμενετῖνοι ― ἕκαστος ἀναμένων τὸν πρότερον. Περὶ τῆς καταλήξ. πρβλ. ἀγχιστῖνος.) ― Κατὰ Σουΐδ. «προμνηστῖνοι· κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς»· καθ’ Ἡσύχ.: «προμνηστῖναι· ἐπὶ μίαν. ἀπὸ τοῦ προσμένειν».

French (Bailly abrégé)

αι;
adj. pl.
qui vont l’un après l’autre.
Étymologie: προμένω.

English (Autenrieth)

one before (after) another, successively, opp. ἅμα πάντες, Od. 21.230 and Od. 11.233.

Greek Monolingual

-αι, οἱ, αἱ, ΜΑ
(επικ. τ.)
1. οι αλλεπάλληλοι
2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν
ἀπὸ τοῡ προσμένειν»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοι
κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. πρόμνηστις < προμνῶμαι «προξενεύω, ζητώ σε γάμο» με επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἀγχιστ-ῖνος < ἄγχιστος «κοντινός, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθετο με α' συνθετικό τη λ. προμνός «έσχατος, τελευταίος» (< πρό) και β' συνθετικό το θέμα -στ- του ἵστημι (πρβλ]. ἄντηστις, ἔξαστις)].

Greek Monotonic

προμνηστῖνοι: -αι, ένας ένας, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από το μένω, προμενετῖνοι, ο καθένας περιμένει τον προηγούμενο).

Russian (Dvoretsky)

προμνηστῖνοι: αι adj. друг за другом, по очереди (π. ἐσέλθετε, μηδ᾽ ἅμα πάντες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμνηστῖνοι -αι plur. de een na de ander.