ἐναντίωμα: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐναντίωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> противодействие, препятствие Thuc., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> противоположность, противоречие Plat., Arst. | |elrutext='''ἐναντίωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> противодействие, препятствие Thuc., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> противоположность, противоречие Plat., Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐναντίωμα]], ατος, τό, <i>n</i> [[ἐναντιόομαι]]<br /><b class="num">1.</b> an [[obstacle]], [[hindrance]], Thuc., Dem.<br /><b class="num">2.</b> a [[contradiction]], [[discrepancy]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything opposite or opposed, obstacle, hindrance, Th.4.69, D.18.308, Plu.Lys.23; ἐχθροῖς ἐναντιώματα opposition offered to them, D.18.309. 2 incompatibility, Pl. R.524e: pl., conflicting impulses, ib.603d; differences, discrepancies, πρός τι Arist.PA695a18.
German (Pape)
[Seite 827] τό, Widerstand, Hinderniß; Thuc. 4, 69; Plat. Alc. I, 103 a; πρός τι, Plut. Lys. 23; das Gegentheil, der Gegensatz, Plat. Rep. VII, 524 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντίωμα: τό, πᾶν τὸ ἐναντιούμενον, ἐμπόδιον, κώλυμα, Θουκ. 4. 69, Δημ. 328. 7· ἐχθροῖς ἐναντιώματα, ἀντίστασις ἐναντίον αὐτῶν, αὐτόθι 21· ἐν. πρός τι Πλουτ. Λύσ. 23. 2) ἀντίθεσις, ἀσυμφωνία, Πλάτ. Πολ. 524Ε, 603D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
opposition.
Étymologie: ἐναντιόομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1impedimento, δαιμόνιον Pl.Alc.1.103a, συμβεβηκέναι ἐ. D.18.308, cf. Plu.Lys.23
•frec. plu. impedimentos, contrariedades, adversidades ἀνθρώπινα Cat.Ps.118 Pal.162d2, cf. Vett.Val.26.18, c. dat. τοῖς ... ἐχθροῖς ἐναντιώματα D.18.309, cf. Aristid.Or.1.109, 47.45, c. giro prep. πρὸς ἀρετὴν Cat.Ps.118 Pal.6b1, c. gen. τῆς πόλεως Aristid.Or.1.316, 10.21.
2 oposición, resistencia de una ciu. asediada, Th.4.69, c. gen. subjet. τῶν Ἑλλήνων Aristid.Or.1.212.
II lóg.
1 contradicción, aspecto contradictorio μυρίων ... ἐναντιωμάτων ... ἡ ψυχὴ γέμει ἡμῶν nuestra alma está cargada de múltiples contradicciones Pl.R.603d, cf. 524e, del discurso, Arist.SE 174b20, Anaximen.Rh.1430a17, cf. Ath.187e, de la filosofía estoica, Plu.2.1047c, 1048c, μέγιστον ἐ. ... ἅμα μὲν πάθη ποιεῖν τῆς αἰσθήσεως ἅμα δὲ τοῖς σχήμασι διορίζειν Thphr.Sens.69 (= Democr.A 135), cf. Ach.Tat.Phaen.3.2.
2 diferencia πρὸς τὸ τῶν ὀρνίθων γένος del avestruz, Arist.PA 695a18
•diferencia, discrepancia οὐδὲν ἐκώλυσεν ἡμᾶς τὰ ὑπάρχοντα ἐναντιώματα ... συλλαβεῖν αὐτοῖς Aristid.Or.11.23.
Greek Monolingual
ἐναντίωμα, το (Α)
1. αυτό που εναντιώνεται σε κάτι, αντίθεση, κώλυμα, εμπόδιο, φραγμός
2. το ασυμβίβαστο, αδυναμία συμβιβασμού
3. πληθ. α) διαφορές, ασυμφωνίες
β) αντίθετες ή συγκρουόμενες τάσεις.
Greek Monotonic
ἐναντίωμα: -ατος, τό (ἐναντιόομαι)·
1. εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, σε Θουκ., Δημ.
2. αντίθεση, αντίσταση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναντίωμα: ατος τό1) противодействие, препятствие Thuc., Dem., Plut.;
2) противоположность, противоречие Plat., Arst.
Middle Liddell
ἐναντίωμα, ατος, τό, n ἐναντιόομαι
1. an obstacle, hindrance, Thuc., Dem.
2. a contradiction, discrepancy, Plat.