σχεδίασμα: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(nl)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σχεδίασμα -ατος, τό [σχεδιάζω] losse inval. Cic. Att. 15.19.2.
|elnltext=σχεδίασμα -ατος, τό [σχεδιάζω] losse inval. Cic. Att. 15.19.2.
}}
{{elru
|elrutext='''σχεδίασμα:''' ατος, τό Cic. = [[σχεδιασμός]].
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδίασμα Medium diacritics: σχεδίασμα Low diacritics: σχεδίασμα Capitals: ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
Transliteration A: schedíasma Transliteration B: schediasma Transliteration C: schediasma Beta Code: sxedi/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A freak, whim, caprice, Cic.Att.15.19.2.

German (Pape)

[Seite 1054] τό, das aus dem Stegreif, hurtig, nachlässig Gesagte, Gethane, Geschriebene, Cic. Att. 15, 19.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδίασμα: τό, ἐκ τοῦ προχείρου ὁμιλίαἐνέργεια, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 15. 19, 2.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σχεδιάζω
νεοελλ.
σχεδιογράφημα, σχέδιο
αρχ.
1. καθετί που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, στα πρόχειρα
2. (κυρίως) αλλόκοτη επιθυμία, παραξενιά, καπρίτσιο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχεδίασμα -ατος, τό [σχεδιάζω] losse inval. Cic. Att. 15.19.2.

Russian (Dvoretsky)

σχεδίασμα: ατος, τό Cic. = σχεδιασμός.