παραπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(nl)
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρα-πορεύομαι voorbijtrekken, reizen.
|elnltext=παρα-πορεύομαι voorbijtrekken, reizen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep., with fut. mid. and aor1 [[pass]].,<br /><b class="num">I.</b> to go [[beside]] or alongside, Polyb.<br /><b class="num">II.</b> to go [[past]], c. acc. loci, Polyb.: to [[pass]], διὰ τῶν σπορίμων NTest.
}}
}}

Revision as of 05:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπορεύομαι Medium diacritics: παραπορεύομαι Low diacritics: παραπορεύομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paraporeúomai Transliteration B: paraporeuomai Transliteration C: paraporeyomai Beta Code: paraporeu/omai

English (LSJ)

with fut. Med. and aor. Pass.,

   A go beside or alongside, Arist.HA577b31 ; παρὰ τὰ ὑποζύγια Plb.6.40.7 ; of παιδαγωγοί, D.H.7.9 : metaph., ἀκρόαμα οὐδὲν παρεπορεύετο accompanied the meal, Phylarch.44J. codd. Ath.    II go past, pass by, PPetr.2p.36 (iii B.C.) ; τὸν χάρακα Plb.3.99.5 ; παρὰ τὸ χεῖλος Id.3.14.6 ; ὑπὸ λόφον τινά Id.2.27.5 ; διὰ τῶν σπορίμων Ev.Marc.2.23 (v.l.διαπ-), cf. 9.30 ; of stars, pass through the zodiac, Cat.Cod.Astr.8(4).210.

German (Pape)

[Seite 495] nebenhergehen, Arist. H. A. 6, 24; begleiten, D. Hal. 7, 9, wie D. Sic. 18, 67: Plut. Cam. 32; vorbeigehen, λόφον, ὑφ' ὃν ἔδει παραπορευθῆναι, Pol. 2, 27, 5; παρά τι, 3, 14, 6; auch παραπορευθεὶς τὸν χάρακα, 3, 99, 5; Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παραπορεύομαι: ἀποθ., μετὰ μέσου μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι παραπλεύρως ἢ πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6.24,3· παρὰ τὰ ὑποζύγια Πολύβ. 6. 40, 7· ἐπὶ παιδαγωγῶν, Διον. Ἁλ. 7.9·― μεταφορ., ἀκρόαμα οὐδὲν παρεπορεύετο, δὲν συνώδευε τὸ δεῖπνον, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142F. II. παρέρχομαι, «περνῶ», τὸν χάρακα Πολύβ. 3. 99, 5· παρὰ τὸ χεῖλος ὁ αὐτ. 3.14,6· ὑπὸ λόφον τινὰ ὁ αὐτ. 2.27, 5· παραπορεύεσθαι διὰ τῶν σπορίμων Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 23, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 marcher à côté de ; fig. accompagner;
2 passer le long de.
Étymologie: παρά, πορεύομαι.

English (Strong)

from παρά and πορεύομαι; to travel near: go, pass (by).

English (Thayer)

imperfect παρεπορευομην; from Aristotle and Polybius down; the Sept. for עָבַר; to proceed at the side, go past, pass by: διά τῶν σπορίμων, to go along through the grain-fields so that he had the grain on either side of him as he walked (see ποιέω, I:1a. and c.), R G T WH marginal reading; διά τῆς Γαλιλαίας, Vulg. praetergredi Galilaeam, i. e. " obiter proficisci per Galilaeam," i. e. 'they passed right along through, intent on finishing the journey, and not stopping to receive hospitality or to instruct the people' (Fritzsche), L text Tr text WH text ἐπορεύοντο); διά τῶν ὁρίων, παραβαίνω, at the end.)

Greek Monolingual

Α
1. πορεύομαι παραπλεύρως ή πλησίον κάποιου, συμβαδίζω («ὅς... συναμπρεύων καὶ παραπορευόμενος παρώξυνε τὰ ζεύγη πρὸς τὸ ἔργον», Αριστοτ.)
2. μτφ. συνοδεύωἀκρόαμα δὲ οὐδέν... παρεπορεύετο», Φύλαρχ.)
3. παρέρχομαι, περνώ («παραπορευομένων τῶν θηρίων παρὰ τὸ χεῑλος», Πολ.)
4. (για τους αστέρες) περνώ από τον ζωδιακό κύκλο.

Greek Monotonic

παραπορεύομαι: αποθ. με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ,
I. βαδίζω πλησίον ή κατά μήκος, σε Πολύβ.
II. πορεύομαι δίπλα, με αιτ. τόπου, στον ίδ.· διαπερνώ, διὰ τῶν σπορίμων, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παραπορεύομαι: проходить мимо, миновать (Diod., Plut.; τὸν χάρακα τῶν πολεμίων Polyb.): π. παρὰ τὸ χεῖλος Polyb. проходить по берегу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πορεύομαι voorbijtrekken, reizen.

Middle Liddell


Dep., with fut. mid. and aor1 pass.,
I. to go beside or alongside, Polyb.
II. to go past, c. acc. loci, Polyb.: to pass, διὰ τῶν σπορίμων NTest.