ἄντλημα: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄντλημα:''' ατος τό черпалка, ковш, ведро Plut.
|elrutext='''ἄντλημα:''' ατος τό черпалка, ковш, ведро Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀντλέω]]<br />a [[bucket]] for [[drawing]] [[water]], NTest.
}}
}}

Revision as of 15:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντλημα Medium diacritics: ἄντλημα Low diacritics: άντλημα Capitals: ΑΝΤΛΗΜΑ
Transliteration A: ántlēma Transliteration B: antlēma Transliteration C: antlima Beta Code: a)/ntlhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bucket for drawing water, Plu.2.974e, Sch.Ar.Ra.1332, Ev.Jo.4.11.

German (Pape)

[Seite 264] τό, das Schöpfen, Plut. Sol. an. 21, von einer Art Pumpwerk; auch das Schöpfgefäß, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντλημα: -ατος, τό, = ἀντλητήριον, καδίσκος, «κουβᾶς», πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, Πλούτ. 2. 974Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1332· οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθὺ Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 11. 2) ἐπίχυσις ὕδατος ἐπὶ πάσχοντος μέρους τοῦ σώματος, Διοσκ. 4.64.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de seau pour puiser (~ écope).
Étymologie: ἀντλέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
cubo o cangilón para sacar agua, Plu.2.974e, Hero Dioptr.p.212.18, Sch.Ar.Ra.1332 Dindorf, PFlor.384.17.

English (Strong)

from ἀντλέω; a baling-vessel: thing to draw with.

English (Thayer)

ἀντλητος, τό;
a. properly, what is drawn, (Dioscor. 4,64).
b. the act of drawing water (Plutarch, mor. (de solert. an. 21,1), p. 974e. (but this example belongs rather under c.)).
c. a thing to draw with (cf. Winer s Grammar, 93 (89)), bucket and rope let down into a well: John 4:11.

Greek Monolingual

το (Α ἄντλημα)
νεοελλ.
ποσότητα υγρού που προέρχεται από άντληση
αρχ.
κάδος, δοχείο για λήψη νερού, κουβάς πηγαδιού.

Greek Monotonic

ἄντλημα: -ατος, τό, κουβάς για ανάβλυση, άντληση νερού, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἄντλημα: ατος τό черпалка, ковш, ведро Plut.

Middle Liddell

[from ἀντλέω
a bucket for drawing water, NTest.