ἐγκαταλέγω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐγκαταλέγω:''' <b class="num">1)</b> собирать, складывать, нагромождать (λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> причислять, относить (τέχνην τινὰ ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.);<br /><b class="num">3)</b> призывать на военную службу, зачислять в армию (τινά Anth.).
|elrutext='''ἐγκαταλέγω:''' <b class="num">1)</b> собирать, складывать, нагромождать (λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> причислять, относить (τέχνην τινὰ ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.);<br /><b class="num">3)</b> призывать на военную службу, зачислять в армию (τινά Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[build]] in: Pass., 3rd pl. aor2 ἐγκατελέγησαν were built [[into]] the [[wall]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[count]] [[among]], Luc.: to [[enlist]] soldiers, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταλέγω Medium diacritics: ἐγκαταλέγω Low diacritics: εγκαταλέγω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΛΕΓΩ
Transliteration A: enkatalégō Transliteration B: enkatalegō Transliteration C: egkatalego Beta Code: e)gkatale/gw

English (LSJ)

   A build in, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν were built into the wall, Th. 1.93.    2 count or reckon among, Luc.Par.3; τινὰς εἰς τοὺς Εὐπατρίδας, = Lat. adlegere inter patricios, D.C.43.47; enlist soldiers, AP 11.265 (Lucill.).    II Pass., lie in or on, Ep. aor. ἐγκατέλεκτο A.R. 4.431.

German (Pape)

[Seite 705] mit hinein, dazu lesen, sammeln; πολλαὶ στῆλαι καὶ λίθοι ἐγκατελέγησαν, zum Mauerbau, Thuc. 1, 93; dazu zahlen, rechnen, ταύτην ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc. Parasit. 3; Sp.; εἴς τινας, D. Cass. 43, 47; werben, ausheben, Ep. ad. (XI, 265); – aor. syncop. ἐγκατέλεκτο, lag darauf, Ap. Rh. 4, 431.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταλέγω: μέλλ. -ξω, συνοικοδομῶ ἐν, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν, ᾠκοδομήθησαν ἐντὸς τοῦ τείχους, Θουκ. 1. 93 (πρβλ. λέγω ΙΙ, λογάς, λογάδην). 2) ὑπολογίζω, συγκαταλέγω, Λουκ. Παράσ. 3· στρατολογῶ, Ἀνθ. Π. 11. 265. ΙΙ. Παθ., κεῖμαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Ἐπ. ἀόρ. ἐγκατέλεκτο Ἀριστοφ. Βάτρ. 4. 431.

French (Bailly abrégé)

1 assembler l’un sur l’autre, amonceler;
2 inscrire, enrôler parmi, τινι.
Étymologie: ἐν, καταλέγω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. perf. part. ἐγκατειλεγμένῳ D.C.45.7.1]
1 arq. empotrar, embutir en un muro, πύργῳ δ' ἐγκατέλεξεν ἐμὴν λίθον Call.Fr.64.7, en v. pas. πολλαί τε στῆλαι ... καὶ λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Th.1.93
insertar, introducir (ἡ ψυχή) ἐγκαταλέγουσα τῷ σώματι τὴν ἐγρήγορσιν introduciendo (el alma) en el cuerpo el estado de vigilia Clem.Al.Paed.2.9.82.
2 contar entre, incluir en, c. ac. y dat. ταύτην ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.Par.3, ἣν τῷ λογικῷ μέρει τῆς καλουμένης φιλοσοφίας ἐγκαταλέγουσιν S.E.P.2.205, τὸν δὲ τῆς ἐνταῦθα τιμῆς ἐφιέμενον (ὁ Κύριος) τοῖς ἀπίστοις ἐγκαταλέγει al que anhela los honores de este mundo, (el Señor) lo cuenta entre los que no creen Gr.Nyss.Instit.53.1, cf. Hsch.
en v. pas. ser contado entre, formar parte de ἡ θυγάτηρ δέ σοι ταῖς παλλακίσι τοῦ νυνὶ τυραννοῦντος ἐγκαταλεγήσεται Luc.Cat.11, cf. Clem.Al.Prot.2.40, τοῖς τὰ βασιλέως ὀξέως διακομίζουσι γράμματα Thdt.H.Rel.12.2, c. εἰς y ac. Καίσαρι ... ἐς τὸν τῶν ἄστρων ἀριθμὸν ἐγκατειλεγμένῳ D.C.l.c., εἰς ... τὰ ἑκατὸν ἔτη τρεῖς ἐγκαταλέγονται γενεαί tres generaciones abarcan cien años Clem.Al.Strom.1.21.
3 alistar, enrolar σὺ φοβοῦ μὴ καί σέ τις ἐγκαταλέξῃ AP 11.265 (Lucill.), τοὺς μὲν ἄνδρας ἡμῖν αὐτοῖς ἐγκαταλέγων Hld.1.195, πολλοὺς δὲ καὶ εἰς τοὺς εὐπατρίδας ... ἐγκατέλεξεν D.C.43.47.3, cf. 27.2
crist. incluir en el orden sacerdotal, ordenar sacerdote (αὐτόν) τοῖς ἱερεῦσιν ἐγκαταλέγει Thdt.H.Rel.13.4.

Greek Monolingual

ἐγκαταλέγω (AM)
1. συγκεντρώνω
2. λογαριάζω, συμπεριλαμβάνω
3. παθ. κείτομαι πάνω ή μέσα σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐγκαταλέγω: μέλ. -ξω·
I. οικοδομώ, γʹ πληθ. Παθ. αόρ. βʹ ἐγκατελέγησαν, οικοδομήθηκαν (μέσα στο τείχος), σε Θουκ.
II. υπολογίζω, συγκαταλέγω, σε Λουκ.· στρατολογώ στρατιώτες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταλέγω: 1) собирать, складывать, нагромождать (λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Thuc.);
2) причислять, относить (τέχνην τινὰ ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.);
3) призывать на военную службу, зачислять в армию (τινά Anth.).

Middle Liddell

fut. ξω
I. to build in: Pass., 3rd pl. aor2 ἐγκατελέγησαν were built into the wall, Thuc.
II. to count among, Luc.: to enlist soldiers, Anth.