ἐσωτερικός: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(2)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐσωτερικός]], -ή, -όν) [[εσώτερος]]<br />αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]]» β. «εσωτερική [[διακόσμηση]] του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εσωτερικό</i><br />α) το [[μέσα]] [[μέρος]] ή η [[μέσα]] όψη ενός πράγματος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εξωτερικό [[μέρος]] ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»<br />ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)<br />β) η [[χώρα]] στην οποία παραμένει [[κάποιος]] ως [[πολίτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις άλλες χώρες, δηλ. [[προς]] το εξωτερικό, η ημεδαπή, η [[χώρα]] μας, η [[πατρίδα]] μας («το μεγαλύτερο [[μέρος]] της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[εσωτερικός]], <i>η εσωτερική</i><br />[[μαθητής]] ή [[μαθήτρια]] που τρέφεται και διαμένει στο [[οικοτροφείο]] ενός σχολείου, [[οικότροφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[φάρμακο]]) «εσωτερική [[χρήση]]» — [[φράση]] που αναγράφεται στην [[ετικέτα]] φιαλιδίου το οποίο περιέχει [[φάρμακο]] που λαμβάνεται εσωτερικά, με [[πόση]]<br />β) «εσωτερική [[παθολογία]]» — η [[παθολογία]] που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος<br />γ) «[[υπουργείο]] Εσωτερικών (ενν. <i>υποθέσεων</i>)» — το [[υπουργείο]] το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη [[διοίκηση]] και όχι τα [[ξένα]] κράτη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσωτερικά</i><br />οι διδασκαλίες τών Στωικών<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐσωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα<br /><b>3.</b> λέγεται αναφορικά [[προς]] τη διττή [[διδασκαλία]] του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῑν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>(ρητ.)</b> «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — [[υποδιαίρεση]] τών καθ' ύλην επιχειρημάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσωτερικώς</i> και -<i>ά</i><br />από [[μέσα]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐσωτερικός]], -ή, -όν) [[εσώτερος]]<br />αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]]» β. «εσωτερική [[διακόσμηση]] του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εσωτερικό</i><br />α) το [[μέσα]] [[μέρος]] ή η [[μέσα]] όψη ενός πράγματος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εξωτερικό [[μέρος]] ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»<br />ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)<br />β) η [[χώρα]] στην οποία παραμένει [[κάποιος]] ως [[πολίτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις άλλες χώρες, δηλ. [[προς]] το εξωτερικό, η ημεδαπή, η [[χώρα]] μας, η [[πατρίδα]] μας («το μεγαλύτερο [[μέρος]] της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[εσωτερικός]], <i>η εσωτερική</i><br />[[μαθητής]] ή [[μαθήτρια]] που τρέφεται και διαμένει στο [[οικοτροφείο]] ενός σχολείου, [[οικότροφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[φάρμακο]]) «εσωτερική [[χρήση]]» — [[φράση]] που αναγράφεται στην [[ετικέτα]] φιαλιδίου το οποίο περιέχει [[φάρμακο]] που λαμβάνεται εσωτερικά, με [[πόση]]<br />β) «εσωτερική [[παθολογία]]» — η [[παθολογία]] που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος<br />γ) «[[υπουργείο]] Εσωτερικών (ενν. <i>υποθέσεων</i>)» — το [[υπουργείο]] το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη [[διοίκηση]] και όχι τα [[ξένα]] κράτη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσωτερικά</i><br />οι διδασκαλίες τών Στωικών<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐσωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα<br /><b>3.</b> λέγεται αναφορικά [[προς]] τη διττή [[διδασκαλία]] του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῑν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>(ρητ.)</b> «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — [[υποδιαίρεση]] τών καθ' ύλην επιχειρημάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσωτερικώς</i> και -<i>ά</i><br />από [[μέσα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐσωτερικός:''' [compar. к [[ἔσω]] досл. внутренний, перен. эсотерический, сокровенный, предназначенный только для посвященных Luc.
|elrutext='''ἐσωτερικός:''' [compar. к [[ἔσω]] досл. внутренний, перен. эсотерический, сокровенный, предназначенный только для посвященных Luc.
}}
}}

Revision as of 11:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσωτερικός Medium diacritics: ἐσωτερικός Low diacritics: εσωτερικός Capitals: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: esōterikós Transliteration B: esōterikos Transliteration C: esoterikos Beta Code: e)swteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inner, esoteric : ἐσωτερικά, τά, of certain Stoic doctrines, Gal.5.313 ; ἐ. μαθήματα Iamb.Comm.Math.18 ; of persons, -κοί, οἱ, the disciples of Pythagoras, Id.VP17.72 ; μέμνησο τὸν μὲν ἐ., τὸν δὲ ἐξ. καλεῖν (of Aristotle), Luc.Vit.Auct.26. (Prob. coined to correspond with ἐξωτερικός (q.v.).)

German (Pape)

[Seite 1046] innerlich, dem ἐξωτερικός entgeggstzt, Luc. vit. auct. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσωτερικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ ἔσω: τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους διῃροῦντο εἰς ἐσωτερικὰ καὶ εἰς κοινὰ καὶ ἐξωτερικὰ (πρβλ. ἐξωτερικός), Κλήμ. Ἀλ. 68· καὶ ὁ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 26 παριστᾷ τὸν Ἀριστοτέλη ὡς παρουσιάζοντα διττὴν ὄψιν (μέμνησο τὸν μὲν ἐσωτερικὸν τὸν δὲ ἐξωτερικὸν καλεῖν): ― ἀλλὰ τὴν λέξιν δὲν μεταχειρίζεται αὐτὸς ὁ Ἀριστ., καὶ πιθανῶς ἐπενοήθη ὅπως ἀντιστοιχῇ πρὸς τὸ ἐξωτερικὸς (ὃ ἴδε) ὅπερ αὐτὸς μεταχειρίζεται.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l’intérieur, càd de l’intimité, réservé aux seuls adeptes.
Étymologie: ἐσώτερος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐσωτερικός, -ή, -όν) εσώτερος
αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό
α) το μέσα μέρος ή η μέσα όψη ενός πράγματος, σε αντιδιαστολή προς το εξωτερικό μέρος ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»
ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)
β) η χώρα στην οποία παραμένει κάποιος ως πολίτης, σε αντιδιαστολή προς τις άλλες χώρες, δηλ. προς το εξωτερικό, η ημεδαπή, η χώρα μας, η πατρίδα μας («το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εσωτερικός, η εσωτερική
μαθητής ή μαθήτρια που τρέφεται και διαμένει στο οικοτροφείο ενός σχολείου, οικότροφος
3. φρ. α) (για φάρμακο) «εσωτερική χρήση» — φράση που αναγράφεται στην ετικέτα φιαλιδίου το οποίο περιέχει φάρμακο που λαμβάνεται εσωτερικά, με πόση
β) «εσωτερική παθολογία» — η παθολογία που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος
γ) «υπουργείο Εσωτερικών (ενν. υποθέσεων)» — το υπουργείο το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη διοίκηση και όχι τα ξένα κράτη)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσωτερικά
οι διδασκαλίες τών Στωικών
2. (για πρόσ.) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐσωτερικοί
οι μαθητές του Πυθαγόρα
3. λέγεται αναφορικά προς τη διττή διδασκαλία του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῑν», Λουκιαν.)
4. φρ. (ρητ.) «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — υποδιαίρεση τών καθ' ύλην επιχειρημάτων.
επίρρ...
εσωτερικώς και -ά
από μέσα.

Russian (Dvoretsky)

ἐσωτερικός: [compar. к ἔσω досл. внутренний, перен. эсотерический, сокровенный, предназначенный только для посвященных Luc.