ἰσοσκελής: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσοσκελής:''' <b class="num">1)</b> равнобедренный ([[τρίγωνον]] Plat., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> четный ([[ἀριθμός]] Plat.). | |elrutext='''ἰσοσκελής:''' <b class="num">1)</b> равнобедренный ([[τρίγωνον]] Plat., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> четный ([[ἀριθμός]] Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰσο-σκελής, ές [[σκέλος]]<br /><b class="num">1.</b> with [[equal]] legs, [[isosceles]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> of numbers, that can be divided [[into]] two [[equal]] parts, [[even]] (as 6 = 3 + 3), Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A with equal legs, esp. in Geom., having two sides equal, isosceles, τρίγωνον Pl.Ti.54a, etc.; τὸ ἰ. Arist.APo.41b14. 2 of numbers, that can be divided into two equal parts, even (as 6 = 3 + 3), opp. σκαληνός, odd (as 7 = 4 + 3), Pl.Euthphr.12d. 3 Rhet., of periods, containing equal members, Hermog.Inv.4.3. 4 Medic., having equal tails, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.62 tit.
German (Pape)
[Seite 1267] ές, gleichschenklig, τρίγωνον, Plat. Tim. 54 a u. Mathem.; auch von Zahlen, Plat. Euthyph. 12 d. Von Perioden, gleichgliederig, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοσκελής: -ές, ἔχων ἴσα σκέλη, τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α· οὕτω, τὸ ἰσοσκελὲς Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 7. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν δυναμένων νὰ διαιρεθῶσιν εἰς δύο ἴσα μέρη, ἄρτιος (οἷον 6 = 3+3), ἀντίθετον τῷ σκαληνός, περιττὸς (ὡς 7 = 4+3) Πλάτ. Εὐθύφρων 12D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui a les jambes égales :
1 qui a les côtés égaux : τρίγωνον ἰσοσκελές triangle isocèle;
2 dont les membres sont égaux (période);
II. en parl. de nombres qui peut être divisé en deux parties égales, pair (p. opp. à σκαληνός).
Étymologie: ἴσος, σκέλος.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἰσοσκελής, -ές)
αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» — το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες)
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές
η ιδιότητα του ισοσκελούς
νεοελλ.
φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός» — προϋπολογισμός που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει ισοζύγιο εσόδων και δαπανών
αρχ.
1. (για αριθμούς) άρτιος, ζυγός
2. (για περιόδους του λόγου)
αυτή που έχει ίσα κώλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, μακρο-σκελής].
Greek Monotonic
ἰσοσκελής: -ές (σκέλος)·
1. αυτός που έχει ίσα σκέλη, ισοσκελής, σε Πλάτ.
2. λέγεται για αριθμούς, αυτοί που μπορούν να διαιρεθούν σε δύο ίσα μέρη, άρτιοι (όπως 6 = 3 + 3), στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοσκελής: 1) равнобедренный (τρίγωνον Plat., Arst., Plut.);
2) четный (ἀριθμός Plat.).
Middle Liddell
ἰσο-σκελής, ές σκέλος
1. with equal legs, isosceles, Plat.
2. of numbers, that can be divided into two equal parts, even (as 6 = 3 + 3), Plat.