λίθινος: Difference between revisions
(3) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λίθῐνος''': [λῐ], -η, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον Ἀνθ. Π. 9. 719, Διογ. Λ. 2. 33· ([[λίθος]]) - πεποιημένος ἐκ λίθου, ἢ ἀνήκων εἰς λίθον, Ἱππῶν. 10, Ἴβυκ. 22 (32), Πλάτ., κτλ.· λ. [[θάνατος]] ὃ ἐ. προξενούμενος ἐκ τῆς ὄψεως τῆς κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, Πινδ. Π. 10. 75· οὕτω, λ. εὐθὺς [[γίγνομαι]] Ἀντιφ. ἐν «Νεανίσκοις» 1. | |lstext='''λίθῐνος''': [λῐ], -η, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον Ἀνθ. Π. 9. 719, Διογ. Λ. 2. 33· ([[λίθος]]) - πεποιημένος ἐκ λίθου, ἢ ἀνήκων εἰς λίθον, Ἱππῶν. 10, Ἴβυκ. 22 (32), Πλάτ., κτλ.· λ. [[θάνατος]] ὃ ἐ. προξενούμενος ἐκ τῆς ὄψεως τῆς κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, Πινδ. Π. 10. 75· οὕτω, λ. εὐθὺς [[γίγνομαι]] Ἀντιφ. ἐν «Νεανίσκοις» 1. 4· ἀλλὰ στῆναι [[λίθινος]], ἐπὶ ἀγάλματος, Ἡρόδ. 2. 141 (πρβλ. [[ἵστημι]] Α III. Ι)· τὰ λίθινα μαρμάρινα ἀγάλματα, Ξεν. Λακ. 3. 5· [[Ἑρμῆς]] λ. Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 2· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Ἡροδ. 2. 69, ἴδε ἐν λ. [[λίθος]] Ι. 2, [[ὕαλος]] II. Ἐπίρρ. -νως, ὁμοίως πρὸς λίθον, ὡς [[λίθος]], λ. βλέπειν [[πρός]] τινα, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν Γοργόνα, Ξεν. Συμπ. 4. 24. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:34, 6 January 2019
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον AP9.719, D.L.2.33:—
A made of stone, Hippon.10, Ibyc.22, Hdt.3.88, Th.3.68, Herod.7.109, PHib.1.27.26 (iii B.C.), etc.; λ. θάνατος, i.e. caused by seeing the Gorgon's head, Pi.P.10.48; so λ. εὐθὺς γίγνομαι Antiph.166.4; but, ἕστηκε λίθινος, of a statue, Hdt.2.141 (cf. ἵστημι A.1, B.111.2); τὰ λ. marble statues, X.Lac.3.5; Ἑρμῆς λ. Eub.96; for Hdt.2.69, v. λίθος 11.1, ὕαλος 11: metaph., καρδία LXX Ez.11.19. Adv. -νως like stone, λ. βλέπειν πρός τινα, with allusion to the Gorgon, X.Smp. 4.24.
German (Pape)
[Seite 44] auch 2 Endgn, Leon. Tar. 42 (IX, 719) u. D. L. 2, 33; von Stein, steinern, ψᾶφος, Pind. Ol. 7, 86, τέγος, N. 3, 51, δίσκος, I. 1, 25, auch θάνατος, P. 10, 48; νεώς, Ar. Av. 214; sp. D., Ζεύς, Nicarch. 36 (XI, 113), u. öfter in der Anth.; von Statuen, βασιλεὺς ἕστηκε λίθινος, Her. 2, 141, λέων, 7, 225; στήλη, Thuc. 5, 47; Folgende überall; τὰ λίθινα, steinerne Statuen, Xen. Lac. 3, 6. – Adv., λιθίνως βλέπειν πρός τινα, wie versteinert ansehen, Conv. 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
λίθῐνος: [λῐ], -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον Ἀνθ. Π. 9. 719, Διογ. Λ. 2. 33· (λίθος) - πεποιημένος ἐκ λίθου, ἢ ἀνήκων εἰς λίθον, Ἱππῶν. 10, Ἴβυκ. 22 (32), Πλάτ., κτλ.· λ. θάνατος ὃ ἐ. προξενούμενος ἐκ τῆς ὄψεως τῆς κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, Πινδ. Π. 10. 75· οὕτω, λ. εὐθὺς γίγνομαι Ἀντιφ. ἐν «Νεανίσκοις» 1. 4· ἀλλὰ στῆναι λίθινος, ἐπὶ ἀγάλματος, Ἡρόδ. 2. 141 (πρβλ. ἵστημι Α III. Ι)· τὰ λίθινα μαρμάρινα ἀγάλματα, Ξεν. Λακ. 3. 5· Ἑρμῆς λ. Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 2· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Ἡροδ. 2. 69, ἴδε ἐν λ. λίθος Ι. 2, ὕαλος II. Ἐπίρρ. -νως, ὁμοίως πρὸς λίθον, ὡς λίθος, λ. βλέπειν πρός τινα, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν Γοργόνα, Ξεν. Συμπ. 4. 24.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de pierre ; τὰ λίθινα XÉN statues de marbre.
Étymologie: λίθος.
English (Slater)
λῐθῐνος
1 of stone, stony οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον i. e. a stone inscription (O. 7.86) ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον i. e. a people sprung from stones (O. 9.45) ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων by turning them into stone (P. 10.48) βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει i. e. a cave (N. 3.53) λιθίνοις δίσκοις (v. δίσκος) (I. 1.25) φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21.
English (Strong)
from λίθος; stony, i.e. made of stone: of stone.
English (Thayer)
λίθινη, λίθινον (λίθος); from Pindar down; of stone: Revelation 9:20.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λίθινος -ίνη, -ον, Α θηλ. και -ος) λίθος
κατασκευασμένος από λίθο, πέτρινος (α. «λίθινος φράχτης» β. «τράφε λιθίνῳ... ἔνδον τέγει», Πίνδ.)
νεοελλ.
φρ. «λίθινη εποχή» — η λιθική εποχή
μσν.-αρχ.
μτφ. σκληρός, άπονος («ἐκσπάσω τὴν καρδίαν τὴν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λίθινα
μαρμάρινα αγάλματα
2. φρ. «λίθινος θάνατος» — ο θάνατος που προκαλείται από τη θέα της κεφαλής της Γοργούς.
επίρρ...
λιθίνως (Α)
σαν τον λίθο.
Greek Monotonic
λίθῐνος: [λῐ], -η, -ον και -ος, -ον (λίθος), φτιαγμένος από λίθο, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.· λίθινος θάνατος, θάνατος προξενούμενος από το κοίταγμα της κεφαλής της Γοργώς, σε Πίνδ.· ἕστηκε λίθινος, λέγεται για άγαλμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λίθῐνος: 3, реже 2 (λῐ)
1) каменный (τέγος Pind.; στήλη Thuc.; ὑδρίαι NT); высеченный из камня (εἰκών Diog. L.; Ζεύς Anth.): βασιλεὺς ἕστηκε λ. Her. царю (Сету) была воздвигнута каменная статуя;
2) вызванный окаменением: λ. θάνατος Pind. смерть от превращения в камень, окаменение (от взгляда Медузы).