πασσαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(3b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πασσᾰλεύω:''' атт. [[πατταλεύω|παττᾰλεύω]]<br /><b class="num">1)</b> пригвождать, прибивать (τι и τινά τινι или πρός τινι Aesch., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вонзать (γνάθον στέρνων [[διαμπάξ]] Aesch.).
|elrutext='''πασσᾰλεύω:''' атт. [[πατταλεύω|παττᾰλεύω]]<br /><b class="num">1)</b> пригвождать, прибивать (τι и τινά τινι или πρός τινι Aesch., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вонзать (γνάθον στέρνων [[διαμπάξ]] Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=πασσαλεύω Ion. voor πατταλεύω.
}}
}}

Revision as of 07:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασσᾰλεύω Medium diacritics: πασσαλεύω Low diacritics: πασσαλεύω Capitals: ΠΑΣΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: passaleúō Transliteration B: passaleuō Transliteration C: passaleyo Beta Code: passaleu/w

English (LSJ)

Att. παττ-,

   A peg, pin, or fasten to, λαβών νιν . . π. πρὸς πέτραις ib.56 ; λάφυρα . . δόμοις ἐπασσάλευσαν Id.Ag.579 ; ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις E.Ba.1214.    2 drive in like a peg or bolt, σφηνὸς . . γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. A.Pr.65.

German (Pape)

[Seite 532] att. πατταλεύω, annageln, anheften, Aesch. Prom. 56. 65 Eur. Rhes. 180 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πασσᾰλεύω: Ἀττ. παττ-, διὰ πασσάλων καρφώνω, στερεώνω, λαβὼν νιν ... π. πρὸς πέτραις Αἰσχύλ. Πρ. 56· λάφυρα δόμοις ἐπασσάλευσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 579· ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις τόδε λέοντος, ὃν πάρειμι θηράσασ’ ἐγὼ Εὐρ. Βάκχ. 1214. 2) ἐμπήγνυμι ὡς πάσσαλον, σφηνὸς ... γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. Αἰσχύλ. Πρ. 65.

French (Bailly abrégé)

néo-att. πατταλεύω;
1 fixer avec un clou, clouer τινά τινι, πρός τινι, ἐπί τινι qqn sur qch;
2 p. ext. enfoncer comme un clou, acc..
Étymologie: πάσσαλος.

Spanish

colgar

Greek Monolingual

και πατταλεύω, ΜΑ πάσσαλος
μσν.
(σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω
αρχ.
1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.)
2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο.

Greek Monotonic

πασσᾰλεύω: Αττ. παττ-, μέλ. -σω,
1. καρφώνω, στερεώνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μπήγω κάτι όπως μια ξυλόπροκα ή πάσσαλο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πασσᾰλεύω: атт. παττᾰλεύω
1) пригвождать, прибивать (τι и τινά τινι или πρός τινι Aesch., Eur.);
2) вонзать (γνάθον στέρνων διαμπάξ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασσαλεύω Ion. voor πατταλεύω.