σχολαστής: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(4b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σχολαστής:''' οῦ adj. m<br /><b class="num">1)</b> праздный ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> преданный научным или литературным занятиям Plut. | |elrutext='''σχολαστής:''' οῦ adj. m<br /><b class="num">1)</b> праздный ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> преданный научным или литературным занятиям Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σχολαστής]], οῦ, ὁ, [[σχολάζω]]<br /><b class="num">I.</b> one who lives at [[ease]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[leisurely]], [[idle]], [[βίος]] Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who lives at ease, man of leisure, Com.Adesp.119, LXXEx.5.17, Plu.Brut.3. II as Adj., leisurely, idle, βίος Id.Cic.3,2.135b; ἀργὸς καὶ σ. ὄχλος Id.Sol.22.
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, müßig, unthätig, βίος, Plut., ὄχλος Sol. 22.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ σχολαστικός; , ὁ ἄνευ ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, βίος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. ὄχλος ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
oisif, désœuvré ; adj. σχολαστὴς βίος PLUT vie oisive.
Étymologie: σχολάζω.
Greek Monolingual
-οῡ, ὁ, Α σχολάζω
1. τεμπέλης
2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
σχολαστής: -οῦ, ὁ (σχολάζω),
I. αυτός που περνάει τη ζωή του στη σχόλη, που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.
II. ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με τίποτε, που βρίσκεται σε απραξία, άεργος, αδρανής· βίος, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχολαστής -οῦ, ὁ [σχολάζω] iem. die over vrije tijd kan beschikken. nietsnut. Plut. Sol. 22.3. die zijn tijd aan studie besteedt, kamergeleerde. Plut. Cic. 3.3.
Russian (Dvoretsky)
σχολαστής: οῦ adj. m
1) праздный (βίος Plut.);
2) преданный научным или литературным занятиям Plut.
Middle Liddell
σχολαστής, οῦ, ὁ, σχολάζω
I. one who lives at ease, Plut.
II. as adj. leisurely, idle, βίος Plut.