ὕψωμα: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(4b) |
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὕψωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> высота, вышина ([[οὔτε]] ὕ., [[οὔτε]] [[βάθος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> астр. восхождение (sc. τοῦ ἀστέρος Sext.): ὕ. [[μέγιστον]] Plut. кульминационная точка;<br /><b class="num">3)</b> превозношение (себя), высокомерие NT. | |elrutext='''ὕψωμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> высота, вышина ([[οὔτε]] ὕ., [[οὔτε]] [[βάθος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> астр. восхождение (sc. τοῦ ἀστέρος Sext.): ὕ. [[μέγιστον]] Plut. кульминационная точка;<br /><b class="num">3)</b> превозношение (себя), высокомерие NT. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A elevation, height, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ps.-Phoc.73; ὕ. τοῦ ἀέρος Ph.2.408; τὸ ὕ. τῆς ῥινός the bridge of the nose, Gal.18(1).796,806. 2 Astrol., exaltation of a heavenly body, opp. ταπείνωμα, Plu.2.149a, 782d, S.E.M.5.33, Ptol.Tetr. 37. II metaph., exaltation, Vett.Val.92.29.
Greek (Liddell-Scott)
ὕψωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ψευδοφωκυλ. 67· ὕ. τοῦ ἀέρος Φίλων 2. 408· ὑψώματα βουνῶν Χρησ. Σιβ. 8. 234. 2) ὕψωμα ἀστέρος ἐν τῷ ὁρίζοντι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ταπείνωμα, Πλούτ. 2. 149Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), 782D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 33. ΙΙ. μεταφορ., ἔπαρσις, τὸ τῆς ἀλαζονείας σαθρότατον ὕψωμα Πέτρ. Σικ. Ἱστ. Μανιχ. σ. 6, 4, Gleseler.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
position élevée ; ὕψωμα μέγιστον PLUT point culminant.
Étymologie: ὑψόω.
English (Strong)
from ὑψόω; an elevated place or thing, i.e. (abstractly) altitude, or (by implication) a barrier (figuratively): height, high thing.
English (Thayer)
ὑψωματος, τό (ὑψόω), thing elevated, height: properly, of space, opposed to βάθος, τοῦ ἀέρος, Philo de praem. et poen. § 1; ὅταν ὕψωμα λάβῃ μέγιστον ὁ ἥλιος, Plutarch, mor., p. 782d.); specifically, elevated structure, i. e. barrier, rampart, bulwark: Sept. (in Numbers 18:24 ff).
Greek Monolingual
-ώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ [[ὑψῶ/ -ώνω]]
υψωμένο μέρος του εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.)
νεοελλ.
1. ύψωση, ανύψωση
2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα πρόσφορα που χρησιμοποιήθηκαν υψωμένα στην προσκομιδή, το οποίο δίνεται συνήθως ως αντίδωρο
3. φρ. «ύψωμα διαλογής» — τμήμα τών σιδηροδρομικών σταθμών σχηματισμού αμαξοστοιχιών
αρχ.
1. αστρον. η υψηλή στάση ενός αστέρα στον ορίζοντα («ὅταν ὕψωμα λάβῃ μέγιστον ὁ ἥλιος», Πλούτ.)
2. έπαρση, αλαζονεία.
Russian (Dvoretsky)
ὕψωμα: ατος τό
1) высота, вышина (οὔτε ὕ., οὔτε βάθος NT);
2) астр. восхождение (sc. τοῦ ἀστέρος Sext.): ὕ. μέγιστον Plut. кульминационная точка;
3) превозношение (себя), высокомерие NT.