συμπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμπορεύομαι, Att. ook ξυμπορεύομαι [σύν, πορεύω] meereizen (met), samen optrekken (met); met dat. met iem. overdr. omgaan met, met dat.. Plut. Lyc. 15.8.
|elnltext=συμπορεύομαι, Att. ook ξυμπορεύομαι [σύν, πορεύω] meereizen (met), samen optrekken (met); met dat. met iem. overdr. omgaan met, met dat.. Plut. Lyc. 15.8.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -εύσομαι aor1 συνεπορεύθην<br /><b class="num">I.</b> Dep.: to go or [[journey]] [[together]], Eur.; τινι with one, Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[come]] [[together]], of the Senate, Polyb.
}}
}}

Revision as of 01:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπορεύομαι Medium diacritics: συμπορεύομαι Low diacritics: συμπορεύομαι Capitals: ΣΥΜΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: symporeúomai Transliteration B: symporeuomai Transliteration C: symporeyomai Beta Code: sumporeu/omai

English (LSJ)

   A come, go, or proceed together, Th.8.87, E.IT1488, X.An.1.3.5, etc.; συμπεπορευμένοι τῇ βασιλίσσῃ ἕως τῶν ὁρίων PCair.Zen.251.2 (iii B.C.); ἡ ψυχὴ -ευθεῖσα θεῷ Pl.Phdr.249c; σ. ταῖς ἑταιρίαις Abh.Berl.Akad.1925(5).7 (Cyrene, iii B.C.); τῷ Χρόνῳ Procl.Inst. 50; ἐπί τινι συμφέροντι for some advantage, Arist.EN1160a9.    II assemble, of the Senate, Plb.6.16.4; of a workers' guild, SIG460.3 (Delph., iii B.C.): metaph., consort together, hold intercourse, ἀλλήλοις Plu.Lyc.15.

German (Pape)

[Seite 989] dep. pass., mit-, zugleich, zusammengehen; συμπορεύσομαι ἐγώ, Eur. I. T. 1488; ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ, Plat. Phaedr. 249 c; Xen. An. 1, 3, 5. 4, 1, 28; Sp., wie Pol., πρὸς ἀλλήλους εἰς σύλλογον, 5, 75, 1, u. A.; von fleischlichem Umgange, Plut. Lyc. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συμπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι· ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ. Πορεύομαι ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, «πηγαίνω μαζί», Εὐρ. Ι. Τ. 1488· τινι, μετά τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 249C, Ξενοφ. Ἀν. 1. 3, 5, κτλ.· ἐπί τινι συμφέροντι, πρός τι κέρδος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 9, 4. ΙΙ. συνέρχομαι, ἐπὶ τῆς Συγκλήτου, Πολύβ. 6. 16, 4. ― μεταφ., συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ὅπως ἂν ἐν καιρῷ καὶ λανθάνοντες ἀλλήλοις συμπορεύοιντο Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙϚ΄, σ. 540.

French (Bailly abrégé)

aller ensemble avec, τινι ; avoir commerce avec.
Étymologie: σύν, πορεύομαι.

English (Strong)

from σύν and πορεύομαι; to journey together; by implication, to assemble: go with, resort.

English (Thayer)

(T WH συνπορεύομαι (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνεπορευομην;
1. to go or journey together (Euripides, Xenophon, Diodorus): τίνι, with one, ἡμῶνψυχή συμπορευθεισα Θεῷ, Plato, Phaedr., p. 249c.; μετά τίνος, very often in the Sept.).
2. to come together, to assemble: πρός τινα, Polybius, Plutarch).

Greek Monolingual

ΝΜΑ πορεύομαι
1. πορεύομαι μαζί με άλλον, συνοδοιπορώ («καὶ συμπορεύσονται πάλιν οἱ ὄχλοι πρὸς αύτόν», ΚΔ)
2. μτφ. συνεργάζομαι με κάποιον («το κόμμα του συμπορεύεται με το κυβερνητικό κόμμα»)
αρχ.
συνουσιάζομαι.

Greek Monotonic

συμπορεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ συνεπορεύθην· αποθ.·
I. πορεύομαι ή ταξιδεύω μαζί, συμπορεύομαι ή συνταξιδεύω, σε Ευρ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν. κ.λπ.
II. συνέρχομαι, συνεδριάζω, λέγεται για τη Σύγκλητο, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συμπορεύομαι: 1) вместе совершать путь, сопровождать (τινι Xen., Plat., NT);
2) сходиться, собираться Polyb., NT: σ. ἐπί τινι συμφέροντι Arst. объединяться для общей пользы; οἱ συμπορευόμενοι Plut. участники собрания; σ. ἀλλήλοις Plut. встречаться друг с другом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπορεύομαι, Att. ook ξυμπορεύομαι [σύν, πορεύω] meereizen (met), samen optrekken (met); met dat. met iem. overdr. omgaan met, met dat.. Plut. Lyc. 15.8.

Middle Liddell

fut. -εύσομαι aor1 συνεπορεύθην
I. Dep.: to go or journey together, Eur.; τινι with one, Xen., etc.
II. to come together, of the Senate, Polyb.