ἀποσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(1a)
(c1)
Line 25: Line 25:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[pull]] off:— Mid. to [[pack]] up and [[carry]] off, to make [[away]] with, Luc.
|mdlsjtxt=<br />to [[pull]] off:— Mid. to [[pack]] up and [[carry]] off, to make [[away]] with, Luc.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢poskeu£zw 阿坡-士求阿索<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':從-器具<p>'''字義溯源''':收拾行李,預備,差來;由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[σκεῦος]])*=器具,容器)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);約(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 差了⋯來(1) 約17:8
}}
}}

Revision as of 19:58, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 324] abpacken; bes. med., Gepäcke, Hindernisse fortschaffen, aus dem Wege räumen, Pol. 2, 26, 6; τὰ ἀπὸ τῆς χώρας 4, 81, 11; Dion. Hal. 9, 25 u. Sp.; τὰ ἐνοχλοῦντα Hdn. 4, 13, 9 u. Sp. – Nach Poll. 5, 91 = ἀποπατέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκευάζω: μέλλ. -άσω, ἀφαιρῶ τι, τὴν ὀροφὴν Λυκοῦργ. 166. 9. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δένω εἰς δέματα τὰς ἀποσκευάς, ἑτοιμάζω αὐτὰς πρὸς μετακόμισιν, Πολύβ. 2. 2, 26, κτλ. 2) ἐκποδὼν ποιοῦμαι , «ξεφορτώνομαί» τινα, μόνος τῶν πώποτε τυραννοκτόνων μιᾷ πληγῇ δύο πονηροὺς ἀποσκευασάμενος καὶ φονεύσας Λουκ. Τυρανν. 1, κ. ἀλλ. 3) = ἀποπατέω, Πολυδ. Ε΄, 91.

French (Bailly abrégé)

démolir, enlever.
Étymologie: ἀπό, σκευάζω.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1desmantelar, desmontar, desocupar τὴν ὀροφήν Lycurg.128, οἰκίαν LXX Le.14.36, τὴν τράπεζαν Sud.
2 en época de guerra recoger, poner a buen recaudo o en depósito seguro (cf. ὑπεκτίθημι) ἀτέλειαν τῆς λείας καὶ τῶν λοιπῶν ἀπεσκεύασαν OGI 748.10 (Cízico III a.C.), esp. en v. med. mismo sent. τὰ ἀπὸ τῆς χώρας Plb.4.81.11, bagajes, botín, Plb.2.26.6, ἐὰν ... βούληται διὰ πόλεμον ἀποσκευάζεσθαί τι τῶν ἰδίων ἢ μεθιστάνειν Milet 1(3).148.50, 54 (Mileto II a.C.)
recoger ta impedimenta οὐδὲ γὰρ ἀποσκευάσασθαι δύναμιν ἔσχον οἱ φεύγοντες, ἀλλ' ἀγαπετῶς αὐτὰ τὰ σώματα διέσωσαν los fugitivos no pudieron ni siquiera recoger su impedimenta, sino que se contentaron con salvar sus personas D.H.9.23.
II en v. med.
1 de necesidades naturales descargar, evacuar τὰ ἐνοχλοῦντα Hdn.4.13.4, cf. Poll.5.91
en v. pas. Dsc.Ther.Praef.(p.55).
2 c. ac. de abstr. deshacerse de, desembarazarse πάντα ταῦτα ὡς ἀλλότρια τῆς περὶ κινήσεως πραγματείας Simp.in Ph.888.15, ἄτακτον φύσιν Procl.in Cra.99.16, ἀπατῶσάν σε συνήθειαν Ep.Diog.2.1, τὸ μάταιον βάρος Basil.Hex.5.6, cf. Cyr.Al.M.69.868D
de acusaciones, argumentos refutar, anular αἰτίαν I.BI 2.404, διαβολάς I.BI 1.482, λόγον Eus.PE 7.18 (p.401), ἐς τοὺς ὑπηκόους τὰς αἰτίας ἀποσκευάζεσθαι hacer recaer las culpas sobre los subditos Iul.Or.3.66d, tb. en v. act. ἡμῶν νόμῳ τὴν ἐπήρειαν Athenag.Leg.2.1
de cosas molestas soslayar, rehuir τὴν τυραννίδα Fauorin.Cor.6, τὴν διήγησιν Hld.5.1.4
abs. de disposiciones anular ἀποσκευάσασθαι δὲ παρέπεισεν αὐτόν lo convenció de volverse atrás en sus disposiciones Dion.Alex. en Eus.HE 7.10.4, cf. Hsch.
3 c. ac. de pers. desembarazarse, deshacerse de, eliminar a alguien, Luc.Tyr.1, Hdn.2.5.1, Philost.HE 11.3
en cuanto a sus actividades rebatir, deshancar τοὺς σοφιστάς Gal.8.19, τοὺς διαβάλλοντας Leont.H.Monoph.M.86.1813B
c. ac. y gen. ἐκεῖνον ... τῆς φιλίας ἀποσκευασάμενος habiendo eliminado a aquél del puesto de favorito Luc.Cal.12, cf. Plu.2.674e.
B intr. en v. med.-pas. refugiarse εἰς κατασκήνωσιν τοῖς ἀποσκευαζομένοις IMSipylos 1.57 (III a.C.).

English (Strong)

from ἀπό and a derivative of σκεῦος; to pack up (one's) baggage: take up… carriages.

English (Thayer)

1st aorist middle ἀπεσκευασαμην; (σκευάζω to prepare, provide, from σκεῦος a utensil), to carry off goods and chattels; to pack up and carry off; middle to carry off one's personal property or provide for its carrying away (Polybius 4,81, 11; Diodorus 13,91; Dionysius Halicarnassus 9,23, etc.): ἀποσκευασάμενοι having collected and removed our baggage L T Tr WH read ἐπισκευασάμενοι (which see).

Greek Monolingual

(AM ἀποσκευάζω)
(-ομαι) αποπατώ
αρχ.-μσν.
φρ. «ἀποσκευάζω γυμνόν» — απογυμνώνω κάτι, το στερώ από κάτι που του χρειάζεται
αρχ.
(-ομαι)
1. αφαιρώ την επίπλωση ή τα σκεύη
2. ετοιμάζω τις αποσκευές μου και αναχωρώ
3. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

ἀποσκευάζω: μέλ. -άσω, αποσπώ, αφαιρώ κάτι — Μέσ., ετοιμάζω αποσκευές σε δέματα για μεταφορά· ξεφορτώνομαι κάποιον, τον αποδιώχνω, σε Λουκ.

Middle Liddell


to pull off:— Mid. to pack up and carry off, to make away with, Luc.

Chinese

原文音譯:¢poskeu£zw 阿坡-士求阿索

詞類次數:動詞(1)

原文字根:從-器具

字義溯源:收拾行李,預備,差來;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(σκεῦος)*=器具,容器)組成

出現次數:總共(1);約(1)

譯字彙編

1) 差了⋯來(1) 約17:8