echtgenote: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(nlel) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[γαμετή]], [[δάμαρ]], [[παράκοιτις]], [[πλᾶτις]], [[συγκοίμημα]], [[συνήορος]] | |nleltext=[[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[ἀποσκευή]], [[γαμετή]], [[γαμέτις]], [[γαμήλευμα]], [[γάμος]], [[γύναιον]], [[γυνή]], [[δάμαρ]], [[δέσποινα]], [[δόμορτις]], [[ἐγγυητή]], [[ἑδνῆστις]], [[εὐνά]], [[εὐνάτειρα]], [[εὐνατήρ]], [[εὐνάτρια]], [[εὐνάτωρ]], [[εὐνή]], [[εὐνήτειρα]], [[εὐνητήρ]], [[εὐνήτρια]], [[εὐνήτωρ]], [[εὖνις]], [[νύμφευμα]], [[ξυνάορος]], [[ὄαρ]], [[ὁμευνέτις]], [[ὅμευνος]], [[ὁμόκοιτις]], [[παράκοιτις]], [[πλᾶτις]], [[συγκοίμημα]], [[σύζυγος]], [[σύζυξ]], [[σύλλεκτρος]], [[συμβία]], [[συνάορος]], [[συνευνέτις]], [[σύνευνος]], [[συνήορος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:32, 25 October 2024
Dutch > Greek
ἄκοιτις, ἄλοχος, ἀποσκευή, γαμετή, γαμέτις, γαμήλευμα, γάμος, γύναιον, γυνή, δάμαρ, δέσποινα, δόμορτις, ἐγγυητή, ἑδνῆστις, εὐνά, εὐνάτειρα, εὐνατήρ, εὐνάτρια, εὐνάτωρ, εὐνή, εὐνήτειρα, εὐνητήρ, εὐνήτρια, εὐνήτωρ, εὖνις, νύμφευμα, ξυνάορος, ὄαρ, ὁμευνέτις, ὅμευνος, ὁμόκοιτις, παράκοιτις, πλᾶτις, συγκοίμημα, σύζυγος, σύζυξ, σύλλεκτρος, συμβία, συνάορος, συνευνέτις, σύνευνος, συνήορος