κοιτών: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
(1ba)
(c2)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοιτών]], ῶνος, [[κοίτη]]<br />a bed-[[chamber]], ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος a [[chamberlain]], [[praefectus]] cubiculi, NTest.
|mdlsjtxt=[[κοιτών]], ῶνος, [[κοίτη]]<br />a bed-[[chamber]], ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος a [[chamberlain]], [[praefectus]] cubiculi, NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':koitèn 虧團<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':臥房 相當於: ([[חֶדֶר]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':寢室,臥室,內室,內侍臣;源自([[κοίτη]])=床);而 ([[κοίτη]])出自([[κεῖμαι]])*=躺)<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 臥室(1) 徒12:20
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτών Medium diacritics: κοιτών Low diacritics: κοιτών Capitals: ΚΟΙΤΩΝ
Transliteration A: koitṓn Transliteration B: koitōn Transliteration C: koiton Beta Code: koitw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A bed-chamber, Ar.Fr.6, PTeb.120.14 (i B.C.), D.S.11.69, etc.; ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος chamberlain, Act.Ap.12.20, Arr.Epict.3.22.15; ἐπὶ κ. Σεβαστοῦ, = Lat. cubicularius Augusti, CIG2947 (Caria, ii A.D.), cf. IG14.2143, al.: rejected by the Atticists, who hold δωμάτιον to be correct, cf. Poll.1.79, Phryn.227.    2 grave, IG14.464 (Catana).    3 nursery, ἐν κ. εἶναι to be an infant, minor, Just. Nov.155Praef.    II landing-place, Stad.128.

German (Pape)

[Seite 1471] ῶνος, ὁ, Schlafgemach, VLL., von Phryn. p. 252 verworfen, wo Lob. Beispiele aus Matro bei Ath. IV, 135 d u. Sp. beibringt.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτών: -ῶνος, ὁ, (κοίτη) δωμάτιον ὕπνου, θάλαμος, «κρεββατοκάμαρα», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 113, Μάτρων κτλ. παρ’ Ἀθην. 135D, Διόδ. 11. 69· ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος, θαλαμηπόλος, praefectus cubiculi, Πράξ. Ἀποστ. ΙΒ΄, 20, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 2947, καὶ ἀλλ.· πρβλ. κοιτωνίτης. ― Ἀποδοκιμάζεται ἡ λέξις ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων διατεινομένων ὅτι δωμάτιον εἶναιδόκιμος λέξις, πρβλ. Πολυδ. Α΄, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 160, Φρύν. 252, καὶ ἴδε προδωμάτιον. ΙΙ. ταμεῖον, Δίων Κ. 61. 5. ΙΙΙ. ἀποβάθρα, Σταδιασμ. 2. 460 Gail.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
chambre à coucher.
Étymologie: κοίτη.

English (Strong)

from κοίτη; a bedroom: + chamberlain.

English (Thayer)

κοιτῶνος, ὁ (from κοίτη; cf. νυμφών etc.), a sleeping room, bed-chamber: ὁ ἐπί τοῦ κοιτῶνος, the officer who is over the bed-chamber, the chamberlain, δωμάτιον; cf. Lob. ad Phryn., p. 252f.).

Greek Monotonic

κοιτών: -ῶνος, ὁ (κοίτη), καμάρα, υπνοδωμάτιο, ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος, θαλαμηπόλος, praefectus cubiculi, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κοιτών: ῶνος ὁ спальня Arph., Luc., NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιτών -ῶνος, ὁ [κοίτη] slaapkamer:. ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος kamerheer (eretitel) NT Act. Ap. 12.20.

Middle Liddell

κοιτών, ῶνος, κοίτη
a bed-chamber, ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος a chamberlain, praefectus cubiculi, NTest.

Chinese

原文音譯:koitèn 虧團

詞類次數:名詞(1)

原文字根:臥房 相當於: (חֶדֶר‎)

字義溯源:寢室,臥室,內室,內侍臣;源自(κοίτη)=床);而 (κοίτη)出自(κεῖμαι)*=躺)

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 臥室(1) 徒12:20