ὁρισμός: Difference between revisions
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orismos | |Transliteration C=orismos | ||
|Beta Code=o(rismo/s | |Beta Code=o(rismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">marking out by boundaries, limitation</b>, οἱ ὁ. τῶν κτήσεων <span class="bibl">D.H.2.74</span> ; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1159a4</span> ; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Epit.</span>41</span> ; | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">marking out by boundaries, limitation</b>, οἱ ὁ. τῶν κτήσεων <span class="bibl">D.H.2.74</span> ; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1159a4</span> ; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Epit.</span>41</span> ; [[boundary]], καρπῶν <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>599.3</span> (ii A.D.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.97.11</span>(ii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">the definition of a thing</b>, freq. in Arist., <span class="title">AP</span>0.91a1, <span class="bibl"><span class="title">Top.</span>139a26</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1031a1</span>,al. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[wager]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>6</span>, <span class="bibl"><span class="title">TG</span>14</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> [[decree]], <span class="bibl">LXX<span class="title">Da.</span>6.12(13)</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">V</span> [[vow]], ib.<span class="bibl"><span class="title">Nu.</span>30.3</span>,al., cf. <span class="bibl">Ph.1.77</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A marking out by boundaries, limitation, οἱ ὁ. τῶν κτήσεων D.H.2.74 ; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . Arist.EN 1159a4 ; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι Hyp.Epit.41 ; boundary, καρπῶν BGU599.3 (ii A.D.), cf. PAmh.2.97.11(ii A.D.). II the definition of a thing, freq. in Arist., AP0.91a1, Top.139a26, Metaph.1031a1,al. III wager, Plu.Alex.6, TG14. IV decree, LXXDa.6.12(13). V vow, ib.Nu.30.3,al., cf. Ph.1.77.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, das Begränzen, die Begränzung, bes. eines Begriffes, Definition, Arist. rhet. 2, 8 u. öfter; Rhett.; Plut. Tib. Graech. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρισμός: -οῦ, ὁ, ἡ δι’ ὁρίων σημείωσις, οἱ ὁρ. τῶν κτήσεων Διον Ἁλ. 2. 74˙ ἀκριβὴς ... οὐκ ἔστιν ὁρ., ἕως τίνος …, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 7, 5. ΙΙ. ὁ ὁρισμὸς λέξεώς τινος, συχν. παρ’ Ἀριστ., Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 3, Τοπ. 6. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 5, 7, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de borner, de limiter;
2 engagement précis, exacte obligation.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁρισμός) ορίζω
(φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο με τα οποία αυτά διακρίνονται από κάθε άλλο διαφορετικό ή συγγενές τους («ο ορισμός της αρετής»)
νεοελλ.
καθορισμός («ορισμός της τιμής τών εμπορευμάτων»)
νεοελλ.-μσν.
διαταγή, εντολή, προσταγή («στους ορισμούς σας!»)
μσν.
σπαν. όριο, σύνορο
αρχ.
1. χάραξη ή θέση ορίων, περιορισμός
2. καθορισμός της αμοιβής για την έκβαση αγώνα, στοίχημα
3. ευχή, τάμα, υπόσχεση.
Greek Monotonic
ὁρισμός: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. επισήμανση με σύνορα, περιορισμός, σε Αριστ.
II. προσδιορισμός της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρισμός: ὁ
1) разграничение, размежевание (ὁ. ἀκριβής Arst.);
2) определение: ὁ ὁ. τοῦ τί ἐστιν Arst. определение сущности;
3) условие, обязательство, договор (ὁ. καὶ συνθήκη Plut.).
Middle Liddell
ὁρισμός, οῦ, ὁ, ὁρίζω
I. a marking out by boundaries, limitation, Arist.
II. the definition of a word, Arist.